Η Ξένια Καλογεροπούλου συντάσσει μια επιστολή στο σύζυγό της, το μεταφραστή, κριτικό θεάτρου και κινηματογράφου Κωστή Σκαλιόρα, λίγους μήνες αφότου εκείνος έφυγε από τη ζωή. «Όπου να κοιτάξω βλέπω εσένα. Και στην οθόνη του υπολογιστή εσένα έχω πρώτο πρώτο. Εσένα που με κοιτάς στα μάτια και μου χαμογελάς.
Σε χαιρετάω και μετά πιάνω δουλειά». Μέσα από τις αφηγήσεις της ανασύρονται μνήμες από όσα μοιράστηκαν μαζί για 37 χρόνια – συνήθειες, τρυφερές συνομιλίες, αλλά και εντάσεις και αρρώστιες και σκηνές από διακοπές και γιορτινά τραπέζια. Ωστόσο, δεν αρκείται σε αυτά. Καταδύεται στο παρελθόν της, υπενθυμίζοντας στον παραλήπτη του συγκινητικού γράμματός της ολόκληρα κεφάλαια από τη ζωή της.
Βουτά στα παιδικά της χρόνια και στο πατρικό της σπίτι στον Παράδεισο Ψυχικού. Περιγράφει πώς βίωσε τα χρόνια της Κατοχής, ανατρέχει στην περίοδο των σπουδών της στη Βασιλική Ακαδημία Δραματικής Τέχνης του Λονδίνου και θυμάται τα πρώτα της κινηματογραφικά και θεατρικά βήματα στην Ελλάδα, εμπλουτίζοντας κάθε διήγηση με σχόλια για την κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα της εποχής, τις τάσεις που επικρατούσαν, τις σχέσεις της με μεγάλους θιασάρχες και συναδέλφους της.
Κάνει συχνές αναφορές στον Γιάννη Φέρτη και στο τέλος του γάμου τους, ανασυνθέτει σπαρακτικές σκηνές από τις άτυχες εγκυμοσύνες της και μιλά στοργικά για τα εγγόνια του τελευταίου συντρόφου της. Εστιάζει στις φιλίες της με την Άλκη Ζέη και τη Μαρίνα Καραγάτση, ενώ στέκεται και στην ιδιαίτερη σχέση της με τον Σταμάτη Φασουλή και τον Θωμά Μοσχόπουλο.
Αφιερώνει πολλές σελίδες στη δημιουργία του θεάτρου Πόρτα και στην ενασχόλησή της με το θέατρο για παιδιά, στη θλίψη που τη γέμισε όταν έκλεισε για ένα χρόνο και στο πώς αναθάρρησε όταν η Πόρτα υποδέχτηκε κόσμο ξανά.