Aρκεί γι’ αυτό, η φυσική παρουσία (…κι ας μη αποδώσουν καλά) τριών μέσων. Όταν η Εθνική παίζει με τον Φορτούνη και δύο στράικερ (5-2-1-2), τα ματς θα γίνονται λοταρία.
Δύο μέσοι στον άξονα, και καλά ν’ αποδώσουν, δεν φτάνουν να σταματήσουν τις κάθετες εφορμήσεις. Είναι καταδικασμένοι να τερματίσουν, με τη γλώσσα κρεμασμένη έξω. Σαν τα σκυλιά. Και θα έχουν εξαντληθεί, κατά πάσα βεβαιότητα, μάταια.
Υπό έλεγχον, οι πιθανότητες είναι καλύτερες. Εκτός ελέγχου, σε ματς πολλών φάσεων, οι πιθανότητες είναι όπως στον τζόγο. Μία φορά κερδίζεις, πολλές χάνεις. Σε ματς λίγων φάσεων, πάντοτε μπορείς κάτι να πάρεις. Αν το πας στις πολλές, χρειάζεσαι το πληθωρικό ατομικό χάρισμα για να τις κάνεις δικές σου. Επ’ αυτού, δεν προκύπτει ότι το ελληνικό ποδόσφαιρο διαθέτει κάτι συνταρακτικό. Ούτε τώρα, ούτε στις αμέσως ερχόμενες, από πίσω, φουρνιές. Ώστε να συμφέρουν αναμετρήσεις πέντε γκολ και τεσσάρων δοκαριών. Για την ακρίβεια, η Εθνική σήμερα δεν διαθέτει καν ποδοσφαιριστή να έχει βάλει στην καριέρα του διψήφιο αριθμό τερμάτων με τη φανέλα της.
Μπροστά, ο δρόμος είναι ατελείωτος. Ο Σκίμπε έχει διανύσει την απόσταση, απ’ το μηδέν ως το δύο. Το ένα ήταν ότι βρήκε τους παίκτες, το γκρουπ. Το πιο εύκολο, αν κανείς σκεφτεί ότι στην Ελλάδα δεν υπάρχουν, δα, εν δυνάμει διεθνείς…σε εκατοντάδες. Το δεύτερο είναι ότι δείχνει να βρίσκει ένα τρόπο. Ομορφος, άσχημος, ελκυστικός, αντιτουριστικός, μοντέρνος, πασέ, καμία σημασία. Σημασία έχει, μόνον, πώς (ο τρόπος) υποστηρίζεται. Ακραίοι, όχι πως βλάπτει άμα τους έχεις, ιδίως όποτε θέλεις ν’ ανοίξεις το γήπεδο, δεν έπαθε κάτι η Μπάγερν που είχε Ρόμπεν/Ριμπερί ή που έχει Κομάν/Ντάγκλας Κόστα, αλλά δεν είναι οι καθοριστικοί.
Είναι, το έως υπερτιμημένο είδος. Μαύρα παπούτσια επιθετικών με το άσπρο του ασβέστη για λεκέ, αυτό έρχεται σαν εικόνα από το παρελθόν. Σήμερα, αν έχεις μπακ ν’ ανεβαίνουν coast-to-coast και να δίνουν τουλάχιστον μία ασίστ ανά παιγνίδι, Ντάνι Αλβες/Τζόρντι Αλμπα, τι να τους κάνεις τους εξτρέμ; Η Πορτογαλία το 2004 κατέβηκε με Φίγκο, Σιμάο, Κριστιάνο Ρονάλντο για τα δύο άκρα κι έχασε απ’ την Ελλάδα που έπαιζε στο ένα άκρο με εννιάρι (Χαριστέας) και στο άλλο, στη σειρά των αγώνων που έλειπε ο τραυματίας Γιαννακόπουλος, με δεκάρι (Καραγκούνης).
Αργότερα, ενόσω μετά τον Γιαννακόπουλο και τον Λάκη οι μόνοι «αυθεντικοί» ακραίοι που ξεπετάχτηκαν στο ελληνικό περιβάλλον ήταν ο Φετφατζίδης κι ο Μαυρίας, σε μάκρος χρόνου τους εξτρέμ ρόλους στην Εθνική τους υποστήριξαν εννιάρια ή εννιαμισάρια (Παπαδόπουλος, Σαμαράς, Σαλπιγγίδης), δεύτεροι κυνηγοί (Γεωργιάδης, Αμανατίδης, Χριστοδουλόπουλος), οκταροδεκάρια (Νίνης, Κονέ, Φορτούνης) και, το εν τέλει ζητούμενο, η δουλειά γινόταν. Πώς γινόταν; Είναι το τρία, στο οποίο ο Σκίμπε έχει να φτάσει. Το ποσοστό συνοχής. Γινόταν επειδή το γκρουπ γνωριζόταν, οι παίκτες μεταξύ τους, πολύ καλά.
Οποιος πήγαινε την προπερασμένη Δευτέρα στο Αιγάλεω να δει τους διεθνείς του 2004, ακόμη ο Δέλλας ξέρει μηχανικά τι θα κάνει ο Μπασινάς, ο Μπασινάς ξέρει από μνήμης τι θα κάνει ο Κατσουράνης, ο Κατσουράνης (τα μάτια να του δέσεις) ξέρει πώς θα κινηθεί ο Καραγκούνης ή καταπού θα κάνει ο Τσιάρτας, και πάει λέγοντας. Αυτό, η Εθνική σήμερα το ψάχνει. Είναι καλοί παίκτες, παίζουν σε καλά κλαμπ, έχουν καλά συμβόλαια. Αλλά δεν είναι συμπαίκτες. Συμπαίκτες, ήταν οι Ισλανδοί. Γι’ αυτό έκαναν αβίαστα, αυτοματοποιημένα, τα αυτονόητα. Οι Ελληνες, για τα ίδια πράγματα, κατέβαλλαν πολλαπλάσια προσπάθεια. Και, παρά την προσπάθεια ή την επιθυμία, πάλι τις πιο πολλές φορές δεν τα έκαναν σωστά.
Αυτό, η συνοχή, θα επισυμβεί. Κι όταν συνδυαστεί με τη χρυσή αγωνιστική ισορροπία και τη νοητική συγκέντρωση, θα έχουμε κιόλας φτάσει στο τέσσερα. Εκεί και τότε, η ομάδα δεν θα τρώει τόσο εύκολα φάση, δευτερόλεπτα μετά την κάθε δική της φάση. Γκολ, λίγο αφότου έχει βάλει δικό της γκολ. Δεν θα ‘ναι, ένα σύμπτωμα τώρα συνεχώς επαναλαμβανόμενο ανεξαρτήτως ενδεκάδος, το κάθε στημένο των αντιπάλων…σαν πέναλτι. Αλλά τα πραγματικά δύσκολα, στον δρόμο, αρχίζουν από το πέντε κι έπειτα. Διότι η επιθυμία, ο τρόπος, η ισορροπία, ένα μίνιμουμ συνοχής και συγκέντρωσης, αυτά είναι κοινό κτήμα όλων, λίγο ως πολύ, των ανταγωνιστών για τις μελλοντικές προκρίσεις. Είναι απίθανο, να συναντήσεις ομάδα που δεν θα τα έχει.
Ως το πέντε, ανεβαίνεις γρήγορα. Υστερα, απ’ το πέντε στο έξι, απ’ το έξι στο έξι και μισό, στο επτά, δηλαδή στο σημείο όπου διακυβεύονται οι προκρίσεις, έχει τρελή ανηφόρα και η εξέλιξη έρχεται αργά. Θέλει σταθερότητα απ’ το 1’ ως το 90’, θέλει συνέπεια από ενενηντάλεπτο σε ενενηντάλεπτο, θέλει ν’ αναπτυχθεί η χαμένη συνήθεια της νίκης εναντίον του ιού της ήττας που ενέσκηψε δραματικά, σκεφτείτε ότι δύο (δύο, όχι εφτά) συνεχόμενες νίκες η Εθνική έχει δυόμισι χρόνια να καταφέρει. Θέλει, να σκληρύνει ξανά ο χαρακτήρας. Το μέταλλο, που λέμε. Θα διευκόλυνε, η προσωπικότητα. Ατυχώς, δεν διατίθεται στο τρέχον ρόστερ. Η αρετή να είναι κανείς, όχι παικτάρα, κάτι άλλο. Λίντερ. Δέλλας.
Λίντερ, δεν σημαίνει να κάνεις (και να συγχρωτίζεσαι με ή να μιλάς σαν) τον παράγοντα. Ο λίντερ, θέσει, είναι απέναντι στον παράγοντα, δεν είναι αγκαζέ με τον παράγοντα. Λίντερ σημαίνει να είσαι, απ’ τη φτιάξη σου, ο «πρώτος μεταξύ ίσων» μεν, ποδοσφαιριστής δε. Μια λεπτή διάκριση, που δεν νιώθω καθόλου βέβαιος ότι την έχουμε…