«Αδέλφια! Δώσαμε στην Ελλάδα, ακόμα και τη ζωή μας, για να είστε ελεύθεροι. Γιατί μας ξεχάσατε!»
Του Τάσου Κ. Κοντογιαννίδη
Στο δάσος Δαφνίου, κοντά στο Χαϊδάρι, απλώνεται απόλυτη σιγή, από την αποφράδα μέρα της 8ης Σεπτεμβρίου 1944, όταν ακούστηκαν, εκείνο το πρωινό, πριν από 73 χρόνια το κροτάλισμα των πολυβόλων και οι φωνές των 72 Ελλήνων μελλοθανάτων να ψάλλουν τον Εθνικό μας Ύμνο και να πέφτουν νεκροί από τις σφαίρες των γερμανών εκτελεστών.
Το κακό μαντάτο απλώθηκε αμέσως στην Αθήνα και οι συγγενείς τους τρέχουν στον τόπο του μαρτυρίου να βρουν τους δικούς τους. Κλάματα, κραυγές, μοιρολόγια για τους νεκρούς, κατάρες και αναθέματα για τους φονιάδες… Από τα 72 πτώματα, στο Γ΄ Νεκροταφείο, αναγνωρίστηκαν τα 49, ενώ τα 23 δεν αναγνωρίσθηκαν μέχρι σήμερα! Αυτοί οι ήρωες, αν μπορούσαν να μιλήσουν σ’ εμάς τους αμνήμονες, θα έλεγαν από τον τάφο τους: Αδέλφια, θυσιαστήκαμε για την Ελλάδα μας! Γιατί μας ξεχάσατε !
Τα χαράματα της μέρας εκείνης, δύο γερμανικά καμιόνια μεταφέρουν από το κολαστήριο της οδού Μέρλιν, απέναντι από τη Βουλή, ένα ηρωϊκό ανθρώπινο φορτίο με 7 γυναίκες και 65 άνδρες για εκτέλεση στον Βοτανικό κήπο του Πανεπιστημίου Αθηνών, κοντά στην Βυζαντινή εκκλησιά στο Δαφνί. Οι τελευταίοι που θα ποτίσουν το δένδρο της λευτεριάς.
Μόλις είχε φέξει στο λοφίσκο και οι 12 εκτελεστές των Ες-Ες στημένοι μπροστά στα τέσσερα πολυβόλα, ήξεραν τη δουλειά τους. Ο επίλογος της ζωής των 72 άρχισε να γράφεται από το σούρουπο της προηγούμενης βροχερής μέρας της 7ης Σεπτεμβρίου, όταν 27 έγκλειστοι αντιστασιακοί στις «φυλακές Αβέρωφ» παίρνουν χαρούμενοι αποφυλακιστήρια από τον βιεννέζο διοικητή των φυλακών. Από το σκοτάδι της απομόνωσης της φοβερής «Τζέλλα 1» στο φώς! Από το θάνατο στη ζωή.
Ανύποπτοι οι 27 με την λαχτάρα να φτάσουν στους δικούς τους, βγαίνουν στην Λεωφόρο Αλεξάνδρας. Όμως εκεί, τα Ες Ες, με τα αυτόματα στα χέρια έστησαν ενέδρα, τους συλλαμβάνουν και τους οδηγούν στα κολαστήρια της οδού Μέρλιν. Ανάμεσα τους ο καπετάν Αγησίλαος Λεοντακιανάκος, ο αδάμαστος μανιάτης πλοηγός, μαζί με τον γενναίο πλοηγό Πέτρο Δρακοπούλο, το αυτί και το μάτι στο δίκτυο πληροφοριών στο λιμάνι Πειραιώς.
Εκεί περνούν την τελευταία νύχτα της ζωής τους με άλλους 45 μελλοθάνατους, όπως η ηρωική Μπουμπουλίνα Λέλα Καραγιάννη, η ηθοποιός Μανταλένα Χατζοπούλου ο μαθητής (γιος ιερέα) Γιάννης Χούπης ( έγραφε ποιήματα πριν εκτελεσθεί), άλλοι 39 νέοι με επικεφαλής τους αξιωματικούς Καλογερόπουλο, Βαρσόπουλο και τον 26χρονο ήρωα της Αλβανίας Μανώλη Λίτινα, αγωνιστή του ΕΔΕΣ…
Ο μαθητής Γιάννης Χούπης, για παρηγοριά στο κελί πριν την εκτέλεση, έγραφε ποιήματα…
Με λύσσα τα ΕςΕς ανακρίνουν την Λέλα Καραγιάννη, μάνα επτά παιδιών ( Ιωάννα, Ηλέκτρα, Γιώργος, Βύρων, Νέλσων, Νεφέλη, Ελένη). Εκείνη κρατά ερμητικά κλειστό το στόμα κι αρνείται να αποκαλύψει τους συμμαχητές της, ακόμα και όταν βασανίζουν μπροστά της τα 4 παιδιά της, υπομένοντας τα φρικτά βασανιστήρια… Στα σκοτεινά κελιά του θανάτου, οι μόνοι που επισκέπτονται τους μελλοθανάτους είναι οι ιερείς για να τους παρηγορήσουν και να τους κοινωνήσουν των Αχράντων Μυστηρίων… Εξομολογούνται και μεταλαμβάνουν γονατιστοί και τα βασανισμένα πρόσωπά τους, γλυκαίνονται. Ύστερα ακούγονται από τα κελιά ψαλμοί «Σώσον κύριε τον λαόν σου», παρακλήσεις στην Παναγιά για λύτρωση ψυχής και σώματος…
Την επομένη τα καμιόνια μεταφέρουν τους 72 μελλοθανάτους, μέλη των οργανώσεων πληροφοριών και δολιοφθορών «ΕΔΕΣ», «Απόλλων», «Ομηρος», «Μίδας», από την Μέρλιν, στο Δαφνί. Τα πολυβόλα στήθηκαν και σημαδεύουν. Ο διερμηνέας Τσαγκάρης προστάζει να χωριστούν οι άνδρες από τις γυναίκες, που εκτελούνται πρώτες. Ένας φύλακας του κήπου, αυτόπτης μάρτυς, περιγράφει τις εικόνες του δράματος. Η Λέλα Καραγιάννη με τις 6 μελλοθάνατες, σέρνουν τον χορό του Ζαλόγγου τραγουδώντας «Στη στεριά δεν ζει το ψάρι…» Ο ταγματάρχης των ΕςΕς ΄Ερμπαχ προστάζει το απόσπασμα: Φώϋτερ! (πύρ) Οι άνδρες πυροβολούν. Οι ηρωίδες, χωρίς να ολοκληρώσουν το τραγούδι, πέφτουν αιμόφυρτες…. Την Λέλα Καραγιάννη οι σφαίρες την βρήκαν κατάστηθα… (Την προτομή αυτής της ηρωίδας, κάποια κτήνη στην οδό Τοσίτσα, αφού την βεβήλωσαν, την γκρέμισαν!)
Έρχεται η σειρά των ανδρών, που με στεντόρεια φωνή ψάλλουν τον εθνικό ύμνο, που θα διακόψει το κροτάλισμα των πολυβόλων… Μ’ εκείνη τη λαλιά, οι εκτελεσθέντες από τον σημερινό τόπο της σιωπής, κραυγάζουν σ’ εμάς τους αμνήμονες: «Κάναμε το καθήκον μας, δώσαμε τα πάντα για την Ελλάδα, ακόμα και τη ζωή μας, για να είσθε εσείς ελεύθεροι… Αδέλφια, μη μας ξεχνάτε!!!»
*Tο άρθρο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Real News