Καμένα σίδερα και στάχτες ένα γύρο από τα βαγόνια
Λιωμένα κορμιά, εξαϋλωμένα, καταπλακωμένα
Από αδίστακτες, μη αποφάσεις, υπευθύνων
Μια σύγκρουση ζωής και θανάτου
Με νικητή τη Μόρα που επιβάλλεται, σε αυτούς που μένουν πίσω
Οι αγνές ψυχές αρχίζουν τον ανήφορο ανάμεσα από καπνούς
Κοιτώντας από ψηλά, βλέπουν κι άλλους να ακολουθούν
Θέλουν παρέα για το μακρινό τους ταξίδι, αλλά δεν την επιζητούν
Νιώθουν μόνοι, γιατί απομακρύνονται από αυτούς που τους αγαπούν
Διπλή μοναξιά. Είναι αναγκασμένοι να ανεβούν
Πίσω τους η φωτιά συνεχίζει να καίει
Λιώνει σίδερα και σώματα
Τα κάνει μία μάζα, ανδρειωμένη
Θυσία στους αγύρτες που σφετερίζονται
Σώματα και σίδερα.
Που αγνοούν ψυχές, λύπη και νιάτα
Συνεχίζουν να ανεβαίνουν, κοιτούν για τελευταία φορά
Με υγρά μάτια. Σφίγγουν τα βλέφαρα και ελπίζουν
Ελπίζουν τα δάκρια τους να πέσουν και να σβήσουν τη φωτιά
Να σωθούν οι υπόλοιποι. Όσοι περισσότεροι μπορούν
Αυτές οι ψυχές ανεβαίνουν στον ουρανό
Και μας κάνουν φτωχότερους