Στο μεγάλο τραπέζι της πλατείας κάτω από τον βαθύσκιωτο πλάτανο, κάθονταν μια μεγάλη παρέα χωριανών, μικροσυγγενείς και φίλοι όλοι μεταξύ τους…, έπιναν, τσιμπολογούσαν και χαριεντίζονταν μεταξύ τους…….
Στη μέση του τραπεζιού καθόταν ο Γιωργής, αντικριστά απέναντι από τη Γεωργία…και διηγούνταν κείνο το ιστορικό με τη γαργαλιστική χήρα από το Πανωχώρι, παίζοντας μερακλίδικα το κομπολόι του στο αριστερό του, κι άξαφνα, σαν απόσωσε τη διήγηση τούπεσε από το χέρι και πήγε και σταμάτησε στο αριστερό παπούτσι της Γεωργίας. Σκύβει λοιπόν ο Γιωργής να το πιάσει και βλέπει μπροστά του να του έχει «ανοίξει» η Γεωργία τον ορίζοντά της με πλήρη ορατότητα και διαύγεια, χωρίς σκιές και σύννεφα…με λίγα λόγια…είδε τη γυμνή αλήθεια της.!!!
Σαστισμένος αρχικά από την οπτικά πανδαισία που αφειδώς του πρόσφερε η συγχωριανή και γυναίκα του φίλου του Γιώργου, απόλαυσε βιαστικά και λαίμαργα το θέαμα αλλά αναγκάστηκε από ευγένεια και για να μην «καρφωθεί» και σηκώθηκε όσο μπορούσε ψύχραιμος. Κάθισε και κοίταξε κατάματα τη Γεωργία με μάτια που έδειχναν την πριν από λίγο έκπληξή τους αλλά και συνάμα την ικανοποίησή τους…..
Με νοήματα και χαμηλοκουβέντες τον ρώτησε ανερυθρίαστα «σου άρεσε αυτό που είδες…;» κι ο Γιωργής χωρίς να τραβήξει από πάνω της τα μάτια του της γνέφει «ΝΑΙ», «τότε μπορείς να το απολαύσεις με όλο το πακέτο αύριο στις δώδεκα το μεσημέρι στο σπίτι μου, θα σου στοιχίσει μόνο πεντακόσια ευρά…», ο Γιωργής μαρμαρωμένος ακόμα σαν να είχε απέναντί του την κόμπρα που τον κοίταζε πριν την επίθεση, ψέλλισε ένα … « θάρθω αύριο στις δώδεκα σπίτι σου…».
Την άλλη μέρα λοιπόν στις δώδεκα παρά πέντε λεπτά ο Γιωργής στεκόταν με το 500ρικο στο χέρι έξω από την πόρτα της Γεωργίας, οπότε ανοίγει η οικοδέσποινα φορώντας σφιχτοδεμένη τη ρόμπα της, «ώστε ήρθες λοιπόν εεε;» και με αστραπιαία και ψυχρή κίνηση άρπαξε τα λεφτά από το χέρι του Γιωργή…Το 500άρικο φαίνεται τη «ζέστανε» και τη χαλάρωσε ξαφνικά και καθώς περπατούσε προς την είσοδο του πάνω δωματίου που είχε ετοιμάσει για την τελετουργία…άρχισε να χαλαρώνει τη ρόμπα της και στη μέση της σκάλας, στο πέμπτο σκαλοπάτι την πέταξε, συνέχισε ανεβαίνοντας να ελευθερώνεται από τα τελευταία χαριτωμένα της «εμπόδια» και ξάπλωσε στο κρεβάτι της απαλλαγμένη από αναστολές και δεσίματα και με λάγνη φωνή λέει στον εκστασιασμένο Γιωργή… «δική σου…». Ο Γιωργής ακολουθώντας το ρυθμό της μούσας του είχε ήδη είχε χαλαρώσει κι αυτός τα δεσμά του και σε χρόνο αστραπής βρέθηκε δίπλα της με όλους τους δείκτες του (πίεσης, θερμοκρασίας, παλμών κλπ) στο κατακόρυφο…
Στο σημείο αυτό «έπεσε» μαύρο στην οθόνη, όμως από τα ηχεία ακούγονταν οι βροντές του έρωτα, του πάθους, της ηδονής, του οργασμού και της ανακούφισης.!!!
Θα συνέχιζαν ως το βράδυ αλλά η καλή νεράιδα τους θύμισε ότι πλησιάζει η ώρα 2.30 και όπου νάναι έρχεται ο Γιώργος ο άντρας της όπως κάθε μέρα… Βιαστικά σηκώθηκαν, εξαφάνισαν κάθε ίχνος του «τελεσθέντος εγκλήματος» και κατέβηκαν γρήγορα τη σκάλα ως την είσοδο. Κείνη τη στιγμή ανοίγει και μπαίνει ο Γιώργος που παρά την κούρασή του έλαμψε το πρόσωπό του που είδε το φίλο του τον Γιωργή… «Πάντα σωστός και συνεπής στην ώρα σου φίλε μου Γιωργή…πάντα σωστός και εντάξει…» Εεεεε, τι να κάνουμε, τι φίλος σου είμαι Γιώργο μου.!!! Απαντά και χάνεται αμέσως στη πρώτη στροφή του δρόμου…
Ο Γιώργος ακούμπησε το «ζεμπίλι» με τα εφόδια του σπιτιού που κουβαλούσε, έβγαλε τη φόρμα και τα λερά παπούτσια του και φίλησε την «κυρά» του, την κολόνα του σπιτιού του, το στεφάνι του, έτσι να διώξει κάθε έννοια του και να αρχίσει να απολαμβάνει τη θαλπωρή του σπιτικού του παράδεισου… Ενώ έπλενε τα μουντζουρωμένα χέρια του ο Γηιώργος, ρωτάει το «στολίδι» του σπιτιού του: πως πέρασες σήμερα γοργόνα μου; Εεε να, δουλειές από το πρωί στο σπίτι, ξέρεις τώρα, κούραση… Πάντως διαμάντι παιδί ο Γιωργής και συνεπής στην ώρα του.!!!
Σαν να πατούσε λίγο στα αγκάθια η Γεωργία ρωτάει τάχα αδιάφορη για διευκρίνιση: τι εννοείς αγάπη μου; Να λέω, σου τόδωσε το 500ρικο ο Γιωργής ναι;;; εεε, ναι Γιώργο,,,έφερε ένα 500ρικο, αλλά τι ήταν αυτό; Ε΄΄, να μωρέ, πέρασε το πρωί κατά τις 10 από τη δουλειά, μου ζήτησε να ευκολυνθεί ένα 500ρικο για 3-4 ώρες και βλέπω το επέστρεψε…αυτός είναι φίλος…παιδί μάλαμα….συνεπής και σωστός… Πανί πρόσωπο η Γεωργία και άρχισε σιγά –σιγά να βγάζει από τον κόρφο της το 500ρικο, το τίμημα της πρωινής της …υπερωρίας…., αυτό που δανείστηκε ο Γιωργής από το Γιώργο το πρωί…και με χέρι παγωμένο…χωρίς αίμα…το έδωσε στον άντρα της….το Γιώργο…Σωστός ο Γιωργής Γεωργία μου…
Αφού έφαγε μόνος του ο Γιώργος, στη γυναίκα του δεν κατέβαινε μπουκιά από τον κόμπο που της άφησε το 500ρικο που «πέταξε»από τα στήθια της, αλλά και γιατί ο Γιωργής της «έσπασε την πουτ@νι@», πως λέμε «του έσπασε τον τσαμπουκά;;; πήγε πρώτος να ξαπλώσει και περιμένοντας τη συμβία του, επανέλαβε… «σωστός ο Γιωργής Γεωργία μου… εεε;;;» ναι, σωστός που να μην έσωνε….. τι είπες Γεωργία μου;;; Σωστός, σωστός Γιωργο μου….πάω να κάνω ένα ντουζάκι κι έρχομαι, δεν αργώ…. Κι έκανε κρύο το ντουζάκι της η Γεωργία από την κάψα της…μέσα έξω….
Πηγή:https://www.facebook.com/permalink.php?story_fbid=787502274752502&id=100004782094396