Οι τράπεζες ετοιμάζουν νέες πέντε χρεώσεις που θα αφορούν όλους τους καταναλωτές.
Έχοντας αφήσει πίσω τα σκληρά χρόνια της κρίσης οι Ελληνικές τράπεζες δηλώνουν ότι είναι έτοιμος να χρηματοδοτήσουν ξανά την πραγματική οικονομία. Η επανασύνδεση με τις διεθνείς αγορές προς άντληση ρευστότητας ξεκίνησε, ενώ οι καταθέσεις έχουν επανέλθει ξανά σε ικανοποιητικά επίπεδα. Μπορεί λοιπόν να υπάρχει και πάλι ρευστότητα, αλλά λείπουν οι αξιόχρεοι υποψήφιοι δανειολήπτες.
Η διαφορά σε σχέση με την περασμένη δεκαετία
Οπως επισημαίνει τραπεζική πηγή, «σε αντίθεση με την περασμένη δεκαετία, όταν τα δάνεια αποτελούσαν καθοριστικό προσδιοριστικό παράγοντα της οικονομικής μεγέθυνσης, σήμερα παρατηρείται το αντίστροφο. Πρώτα θα ενισχυθεί το ΑΕΠ, κυρίως μέσω επενδύσεων, και στη συνέχεια θα ενεργοποιηθεί η ζήτηση για δανεισμό από νοικοκυριά και μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Κάτι που είναι πιο υγιές».
Ωστόσο οι τράπεζες δεν έχουν αρκετό χρόνο μπροστά τους. Με πληθώρα εμπροσθοβαρών δράσεων για τις επισφάλειες, χρειάζονται όσο ποτέ άλλοτε την οργανική τους κερδοφορία για να καλύψουν τα κόστη που θα προκύψουν. Την ίδια στιγμή όσο λιμνάζουν καταθέσεις στα χαρτοφυλάκιά τους, οι οποίες δεν μετατρέπονται σε δάνεια ή άλλου τύπου τοποθετήσεις, πληρώνουν στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) «φύλαχτρα», λόγω των αρνητικών επιτοκίων στη ζώνη του ευρώ.
Σε αυτό το πλαίσιο έχουν θέσει σε εφαρμογή το σχέδιό τους για ενίσχυση των Ταμείων τους. Από τη μία πλευρά με μηδενισμό των επιτοκίων στις καταθέσεις και από την άλλη με την επιβολή διαφόρων τύπου χρεώσεων και προμηθειών στις υπηρεσίες που παρέχουν και σε όσους απασχολούν υποδομές και προσωπικό.
Αλλαγές στις προμήθειες
«Από τη στιγμή που τα έσοδα από τόκους δανείων δεν μπορούν να χρηματοδοτήσουν στον επιθυμητό βαθμό την εξυγίανση του προβληματικού μας χαρτοφυλακίου, το μισθολογικό κόστος και τις δαπάνες συντήρησης καταστημάτων και ΑΤΜ, είμαστε υποχρεωμένοι να βρούμε άλλους τρόπους για να καλυφθεί το κενό που δημιουργείται» υπογραμμίζει τραπεζικό στέλεχος.
Σύμφωνα με τον ίδιο, οι νέες τάσεις στην πολιτική προμηθειών είναι οι εξής:
Χρεωστικές κάρτες: Εχει ξεκινήσει η επιβολή ετήσιων συνδρομών σε ορισμένους τύπους καρτών που είναι συνδεδεμένες με προγράμματα επιβράβευσης. Επιπλέον, η αντικατάστασή τους σε περίπτωση φθοράς, κλοπής ή 5ετούς ανανέωσης δεν είναι πλέον δωρεάν. Ολες οι τράπεζες χρεώνουν 5 ή 6 ευρώ κάθε φορά που ζητείται η αλλαγή της χρεωστικής κάρτας για οποιονδήποτε από τους παραπάνω λόγους.
Πιστωτικές κάρτες: Η εποχή που ο συγκεκριμένος τύπος καρτών διετίθετο ακόμη και με δωρεάν συνδρομή για πάντα έχει περάσει. Πλέον επιβάλλεται ετήσια συνδρομή, ενώ για νέες κάρτες είναι πιθανό να μην υπάρχει κόστος μόνο τον πρώτο χρόνο. Επιπλέον, οι τράπεζες έχουν γίνει πιο αυστηρές σε περίπτωση που υπερβείτε το πιστωτικό σας όριο. Το κόστος κυμαίνεται από 2,5% έως 5% επί του ποσού της υπέρβασης.
Χρήση ΑΤΜ: Οταν κάνετε χρήση του ΑΤΜ της τράπεζας στην οποία τηρείται ο λογαριασμός σας δεν υπάρχει καμία χρέωση. Ωστόσο, αν επισκεφθείτε το δίκτυο διαφορετικού πιστωτικού ιδρύματος, θα πληρώσετε προμήθεια. Συγκεκριμένα, κάθε ανάληψη μετρητών από άλλη τράπεζα χρεώνεται ανεξάρτητα από το ύψος της με προμήθεια από 2,5 έως 3,75 ευρώ. Το μεγαλύτερο μέρος εισπράττεται από την τράπεζα που λειτουργεί το ΑΤΜ και ένα ποσό 0,60 ή 0,75 ευρώ από τον εκδότη της κάρτας. Σε ΑΤΜ άλλης τράπεζας μπορείτε να κάνετε στις περισσότερες περιπτώσεις δύο ακόμη συναλλαγές. Η ερώτηση υπολοίπου χρεώνεται με 0,18 ή 0,20 ευρώ, ανάλογα με τον εκδότη της κάρτας. Από την άλλη, η αλλαγή PIN δεν υποστηρίζεται από όλες τις τράπεζες. Οταν όμως είναι δυνατή, η χρέωση μπορεί να φτάσει ακόμη και τα 0,50 ευρώ.
Επανέκδοση PIN: Γίνεται όταν ξεχάσετε τον κωδικό χρήσης της κάρτας σας. Οι τράπεζες χρεώνουν 3 ή 3,50 ευρώ για την επανέκδοσή του, με εξαίρεση έναν όμιλο.
Χρήση υπηρεσίας Phone Banking. Με στόχο την κάλυψη του κόστους των τηλεφωνικών κέντρων, ορισμένες τράπεζες επιβάλλουν έως 5 φορές υψηλότερες προμήθειες σε σχέση με το e-banking, όταν η εντολή για μια πληρωμή δίνεται μέσω τηλεφώνου.
Προσφορές στα δάνεια
Θετικό είναι πάντως το γεγονός ότι την ίδια στιγμή που μηδενίζονται τα επιτόκια καταθέσεων, ενεργοποιούνται νέες προσφορές στα δάνεια. Η αρχή έχει γίνει με τα στεγαστικά, κατηγορία που επιλέχθηκε από τις τράπεζες λόγω της κινητικότητας που παρατηρείται στην κτηματαγορά. Πλέον διατίθενται χρηματοδοτικά προγράμματα για επενδύσεις σε ακίνητα με σταθερά επιτόκια από 2,60% έως 4%, τα οποία εξασφαλίζουν σταθερές δόσεις από 3 έως και 30 χρόνια.
Πρόκειται για ελκυστικά προϊόντα, με δεδομένο ότι τα κυμαινόμενα επιτόκια διαμορφώνονται αυτή τη στιγμή γύρω από το 3,20% κατά μέσο όρο.Μειώσεις υπάρχουν και στην καταναλωτική πίστη. Ηδη δύο τράπεζες, μαζί με την ανακοίνωση των νέων περικοπών στις αποδόσεις των λογαριασμών πρώτης ζήτησης, έκαναν γνωστό πως μειώνουν και τα επιτόκια καταναλωτικών τους δανείων έως και κατά 25 μονάδες βάσης.