Μια θεαματική περιπέτεια με αδρεναλινικές σκηνές δράσης σε θάλασσα και αρένα.
Ζητά εκδίκηση και δικαίωση
Η ταινία αφηγείται την επική ιστορία του Μπεν-Χουρ (Τζακ Χιούστον), ενός πολυβασανισμένου γόνου πλούσιας εβραϊκής οικογένειας που κατηγορείται άδικα για την απόπειρα δολοφονίας Ρωμαίου αξιωματούχου από τον υιοθετημένο τoυ αδερφό, τον Μεσάλα (Τόμπι Κεμπέλ), αξιωματικό του ρωμαϊκού στρατού.
Έχοντας χάσει τον τίτλο του, την οικογένεια και τη γυναίκα του (Ναζανίν Μπονιάντι), ο Μπεν Χουρ γίνεται σκλάβος στις γαλέρες. Έπειτα από μια πραγματική οδύσσεια στις θάλασσες, ο Μπεν Χουρ επιστρέφει στην πατρίδα του για να δικαιωθεί και να εκδικηθεί. Τελικά, όμως, βρίσκει τη λύτρωση με τους οικείους του.
Δεν γνωρίζαμε μέχρι σήμερα πως:
Όταν πρότειναν στον Τιμούρ Μπεκμαμπέτοφ να σκηνοθετήσει την εκσυγχρονισμένη εκδοχή του ΜΠΕΝ-ΧΟΥΡ, εκείνος ήταν διστακτικός.
«Η ταινία του 1959 δεν ήταν απλά μια ταινία, αλλά ένα φαινόμενο που επηρέασε τον πολιτισμό του 20ου αιώνα… Όμως, υπό μια έννοια, ζούμε ακόμα στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία, καθώς ενστερνιζόμαστε τις αξίες της. Η δύναμη, η απληστία και η επιτυχία είναι οι αξίες που κυριαρχούν στον κόσμο κι ο κόσμος προσπαθεί να επιτύχει κάτι με θεμιτό κι αθέμιτο ανταγωνισμό, ξεχνώντας πως η ανθρώπινη φύση είναι σύμφυτη με τη συνεργασία και τη συγχώρεση» σχολιάζει ο σκηνοθέτης.
Τελικά, ο παραγωγός Σον Ντάνιελ του ζήτησε να διαβάσει το σενάριο και ο Μεκμαμπέτοφ πείστηκε, δεδομένου πως τα συναισθήματα και οι δράσεις των χαρακτήρων είναι διαχρονικά.
“Μπεν-Χουρ: Μια Ιστορία του Χριστού”, διασκεύασαν οι Τζον Ρίντλεϊ (12 Χρόνια Σκλάβος) και Κιθ Κλαρκ (The Way Back) με τον πρώτο να σχολιάζει «Οι πιο φανατικοί της ταινίας του 1959 μπορεί να θεωρήσουν βλασφημία το να ξαναπιάσεις ένα τέτοιο θέμα, αλλά ξεχνάνε πως αυτοί οι χαρακτήρες υπήρχαν ήδη 80 χρόνια πριν την πρώτη ταινία. Ο κόσμος έχει την τάση να θυμάται τον Τσάρλτον Ίστον και την αρματοδρομία, αλλά ο Μπεν Χουρ είναι ένας κλασικός χαρακτήρας αδικημένου ανθρώπου που ζητά εκδίκηση και δικαίωση.
Οι χαρακτήρες του Μεν-Χουρ και του Μεσάλα είναι η αιτία που κάποιος μπορεί να επιστρέφει σε αυτές τις ταινίες ξανά και ξανά. Έτσι τόνισα εξίσου έντονα με την κλασική αρματοδρομία και τη σφοδρή σύγκρουση των παλιών κολλητών».
Πρόκληση η επιλογή συντελεστών
Η επιλογή των συντελεστών ήταν από μόνη της μια πρόκληση. Τελικά ο Τζακ Χιούστον και ο Τόνι Κεμπέλ έδεσαν υπέροχα ως Μπεν-Χουρ και Μεσσάλας, αντίστοιχα, ενώ ο Μόργκαν Φρίμαν (παλιός συνεργάτης του Τιμούρ από την εποχή της ταινίας Wanted) ήταν η ιδανική επιλογή, ώστε να υπάρχει κι ένας Αφροαμερικάνος στην επική αυτή ιστορία.
Το καστ συμπληρώνουν η Ναζανίν Μπονιάντι (Homeland), ο Πιλού Άσμπεκ, η Σοφία Μπλακ-Ντ’ Έλια και ο Ροντρίγκο Σαντόρο (300).
Η ταινία αποτελεί μια υπερπαραγωγή όχι μόνο λόγω των εκατοντάδων αλόγων, του τεράστιου αριθμού κομπάρσων και των σκηνικών, αλλά και λόγω του στιλ της, του μοντάζ και της φωτογραφίας της, αλλά και της υποκριτικής της προσέγγισης που όλες εναρμονίζονται με το σύγχρονο θέαμα που το κοινό έχει συνηθίσει να απολαμβάνει στη μεγάλη οθόνη. Είναι μια περιπέτεια που θα ευχαριστηθεί το κοινό, έχει δεν έχει διαβάσει τη Βίβλο, ενώ το θέμα της είναι τέτοιο που αγγίζει όλες τις γενιές.
Ψηφιακή τεχνολογία και κασκαντέρ
Χρησιμοποιήθηκαν κάμερες G4 (που λειτουργεί σαν iPhone, δίνοντάς σου την αίσθηση πως είσαι κι εσύ εκεί) και Go-Pro, ενώ η έμπνευση για το οπτικό κομμάτι της σύγκρουσης γαλερών στη θάλασσα προήλθε από το YouTube, όπου ο σκηνοθέτης βρήκε υλικό από αυτοκινητιστικά και λοιπά ατυχήματα που είχαν καταγραφεί τη στιγμή που συνέβησαν. Έτσι η ταινία έχει την τραχύτητα του ρεαλισμού.
Η θρυλική σκηνή της αρματοδρομίας γυρίστηκε μέσα σε 32 μέρες στα Cinecitta Studios στη Ρώμη, μετά από 12 βδομάδες εντατικής προπόνησης των δύο πρωταγωνιστών.
Αντλώντας έμπνευση από NASCAR & Formula 1, οι πρωταγωνιστές γύρισαν κάποιες σκηνές οι ίδιοι, προσπαθώντας να ελέγξουν το άρμα με την ισορροπία του κορμού τους και τη δύναμη των δαχτύλων τους, αλλά η πλειονότητα των σκηνών γυρίστηκε με επαγγελματίες κασκαντέρ και ψηφιακή υποστήριξη έτσι ώστε και τα (ψηφιακά) άλογα να μπορούν να τραυματίζονται άφοβα και η αρένα να γεμίσει με (ψηφιακό) κόσμο.
Τα γυρίσματα έγιναν στη Ματέρα και στα Cinecitta Studios στη Ρώμη, ενώ ακόμα και η ενδυματολογική επιλογή ήταν τέτοια ώστε τα ρούχα να έχουν ένα μοντέρνο αέρα που θα ήταν αναγνωρίσιμος και ελκυστικός από το κοινό σήμερα.