Μία τολμηρή απόφαση υπέρ των δανειοληπτών που έχουν λάβει δάνειο σε ελβετικό φράγκο, με αμφίβολα όμως αποτελέσματα στην πράξη, εξέδωσε το Πολυμελές Πρωτοδικείο της Αθήνας.
Το δικαστήριο , κατά πλειοψηφία με ψήφους 2 έναντι 1, πήγε επί της ουσίας κόντρα στην απόφαση της πλειοψηφίας του Αρείου Πάγου που είχε εκδοθεί για συναφή υπόθεση δικαιώνοντας την πλευρά των τραπεζών, και προσχώρησε στην νομική άποψη που είχε εκφράσει η μειοψηφία του Ανώτατου Δικαστηρίου της χώρας.
Υπενθυμίζεται ότι ο Άρειος Πάγος , με σημαντική πλειοψηφία έκρινε ότι ο όρος των δανειακών συμβάσεων για αποπληρωμή σε ευρώ ή ελβετικό φράγκο με βάση την τρέχουσα ισοτιμία είναι δηλωτικός όρος και ως εκ τούτου δεν υπόκειται σε έλεγχο καταχρηστικότητας και με αυτό το σκεπτικό είχε απορρίψει την αίτηση αναίρεσης δανειολήπτριας.
Ωστόσο, το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών, με τη σημαντική αυτή απόφαση του αυτή αφήνει ανοιχτό «παράθυρο» για πιθανή δικαίωση δανειοληπτών. Συγκεκριμένα, το δικαστήριο δεν ακολούθησε την άποψη της πλειοψηφίας της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, αλλά κατά πλειοψηφία ανέβαλε την έκδοση οριστικής απόφασης για το μείζον αυτό ζήτημα που αφορά μεγάλο αριθμό δανειοληπτών και απηύθυνε μία σειρά από προδικαστικά ερωτήματα στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης σχετικά με τα δάνεια σε ελβετικό φράγκο.
Οι δύο εκ των τριών δικαστών της σύνθεσης του δικαστικού σχηματισμού ευθυγραμμίστηκαν με την άποψη της μειοψηφίας της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου σχετικά με τη δυνατότητα ελέγχου καταχρηστικότητας των όρων των δανειακών συμβάσεων σε ελβετικό φράγκο.
Μάλιστα, το Πολυμελές Πρωτοδικείο σημειώνει στην απόφασή του ότι έχει τη γνώμη ότι τα Ελληνικά δικαστήρια μπορούν να προβούν σε έλεγχο καταχρηστικότητας και ρητρών, οι οποίες απηχούν νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις αναγκαστικού (και ενδοτικού) δικαίου.
«Νησίδα ελπίδας για όλους τους δανειολήπτες, των οποίων οι προσδοκίες δικαίωσης είχαν εξανεμιστεί μετά την απόφαση 4/2019 της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου», χαρακτηρίζει την απόφαση του του Πρωτοδικείου Αθηνών ο πληρεξούσιος δικηγόρος του δανειολήπτη Βασίλης Ηλ. Κοντογιάννης.
«Η απόφαση «απηχεί» τόσο την άποψη της “ισχυρής μειοψηφίας” της Σύνθεσης της Ολομέλειας του ΑΠ, όσο και το κοινό περί δικαίου αίσθημα και ισχυροποιεί την επιθυμία για εξεύρεση μιας δικαιοπολιτικά ορθής λύσης σε αυτό το μείζον κοινωνικο-οικονομικό πρόβλημα, το οποίο κατέστησε ομήρους χιλιάδες», συμπληρώνει ο κ. Κοντογιάννης αποτιμώντας τη δικαστική απόφαση.
ΤΑ ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΑ ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ ΠΟΥ ΑΠΕΥΘΥΝΕΙ ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΠΡΟΣ ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΗΣ Ε.Ε
Τα προδικαστικά ερωτήματα του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών προς το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) είναι τα εξής:
1) Κατά την έννοια του άρθρου 8 της Οδηγίας 93/13/ΕΚ που προβλέπει δυνατότητα των κρατών μελών να θεσπίζουν αυστηρότερες διατάξεις για να εξασφαλίζεται μεγαλύτερη προστασία του καταναλωτή, μπορεί ένα κράτος μέλος να μην ενσωματώσει στο εθνικό δίκαιο το άρθρο 1 παρ. 2 της Οδηγίας 93/13/ΕΚ και να επιτρέψει τον δικαστικό έλεγχο και ρητρών που απηχούν νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις αναγκαστικού ή ενδοτικού δικαίου;
2) Είναι δυνατόν να θεωρηθεί ότι το άρθρο 1 παράγραφος 2 εδ. α και β της Οδηγίας 93/13/ΕΚ αν και δεν εισήλθε ρητά στο Ελληνικό δίκαιο εισήλθε έμμεσα σύμφωνα με το περιεχόμενο των άρθρων 3 παράγραφος 1 και 4 παράγραφος 1 της ανωτέρω Οδηγίας, όπως αυτό μεταφέρθηκε στην διάταξη του άρθρου 6 παρ. 2 του Ν. 22541/1994;
3) Στην έννοια των καταχρηστικών όρων και του εύρους τους όπως αυτοί ορίζονται στις διατάξεις των άρθρων 3 παράγραφος 1 και 4 παράγραφος 1 της Οδηγίας 93/13 περιέχεται η εξαίρεση του άρθρου 1 παράγραφος 2 εδ. α και β της οδηγίας 93/13;
4) Καταλαμβάνεται από τον έλεγχο της καταχρηστικότητας γενικού όρου συναλλαγής κατά τις διατάξεις της Οδηγίας 93/13/ΕΚ, ο όρος σε πιστωτική σύμβαση που συνάπτει καταναλωτής με πιστωτικό ίδρυμα, ο οποίος αποδίδει το περιεχόμενο κανόνα ενδοτικού δικαίου του κράτους μέλους, εφόσον ο σχετικός όρος δεν αποτέλεσε αντικείμενο χωριστής διαπραγμάτευσης;