Πέρασαν 3.000 χρόνια το λιγότερο και ακόμα ομιλείται η ίδια γλώσσα χωρίς να το ξέρετε.
Δεν συμβαίνει σε καμία άλλη γλώσσα αυτό παγκοσμίως.
Στην καθημερινότητα σου λες :
- Ένα χελιδόνι (ή ένας κούκος) δεν φέρνει την άνοιξη.
Μία χελιδὼν ἔαρ οὐ ποιεἶ – Ειπώθηκε απο τον Αίσωπο και έμεινε ως παροιμία που χρησιμοποιούσαν συχνά ο Αριστοτέλης, ο Στοβαίος και ο Αριστοφάνης. Επικράτησε η εκδοχή με τον κούκο. - Το ένα χέρι νίβει το άλλο
ἁ δὲ χεὶρ τὰν χεῖρα νίζει – στίχος του Πυθαγόρειου φιλόσοφου και ποιητή Επίχαρμου - Ό,τι σπείρεις θα θερίσεις
Εί κακά τις σπείραι κακά κέρδια αμήσειν – Ησίοδος - Κάλλιο να σε ζηλεύουνε παρά να σε λυπούνται
κρέσσον γὰρ οἰκτιρμοῦ φθόνος- Πίνδαρος - Η γλώσσα κόκκαλα δεν έχει και κόκκαλα τσακίζει
Ἡ γλῶττα ἀνόστεος μὲν ὀστέα θραύει- Σόλων - Έπαθε και έμαθε
τὸν πάθει μάθος- Αισχύλος, Αγαμέμνων - Σηκώθηκαν οι τρίχες μου
τριχὸς δ᾽ ὀρθίας πλόκαμος ἵσταται – Αισχύλος, Επτά επί Θήβας - Ο άνδρας είναι η κολώνα του σπιτιού
Ανήρ, στέγης στῦλον – Αισχύλος, Αγαμέμνων - Χτύπα ξύλο
Ἅπτεσθαι ξύλου – Αριστοφάνης - Έπεσαν κάτω απο τα γέλια
ώστε υπτίους υπό του γέλωτος καταπεσείν – Αθήναιος - Έγιναν θέατρο
Εαυτούς εξεθεατρίουν – Πολύβιος - Μη με συγχίζεις
μή μοι σύγχει – Όμηρος - Την βάψαμε (τη βάρκα)
Η ναῦς ἔβαψεν – Ευριπίδης, Ορέστης στ. 705-707
βάπτω=βυθίζω στο νέρο. Όταν λέγαμε
ναῦς ἔβαψεν = το πλοίο βυθίστηκε
Οι άνθρωποι αλλάζουν, η γλώσσα όμως θυμάται και η μνήμη ρέει στο αίμα μας.
- Μη με σκοτίζεις
Αποσκότισον με – είπε ο Διογένης στον Μ.Αλέξανδρο - Έγινε ο βίος αβίωτος
Ἀβίωτον ζῶμεν βίον – (Φιλήμων, 4ος αι. π.Χ.) - Του πουλιού το γάλα
ὀρνίθων γάλα – Πλούταρχος - Λες τρίχες !
Τριχολογείν και τρίχας αναλέγεσθαι – Σουΐδας - Άει στον κόρακα (την ακούς πολύ στη Θεσσαλία)
πέμπειν εἰς κόρακας - Δεν με μέλει
οὐδέν μοι μέλει - Πολλά λες
Πολλά λαλεῖς (Στην Κύπρο θα το ακούς συνεχώς) - Να σκάσεις
Διαρραγείης – Αριστοφάνης - Κάθε αρχή και δύσκολη
Αρχή δήπου παντός έργου χαλεπωτέρα - Η αλήθεια είναι πικρή
ἔχει τι πικρὸν ὁ τῆς ἀληθείας λόγος – Δίων - Η αλήθεια δεν κρύβεται
Ἀδύνατον τ’ ἀληθές λαθεῖν – Μένανδρος - Φοβάται και την σκιά του
τὴν αὐτοῦ σκιὰν δέδοικεν – Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 62 - Τον αράπη κι αν τον πλένεις
Αἰθίοπα σμήχεις – Πλούταρχος
(στην ουσία σημαίνει τον Αιθίοπα (όσο κι) αν λευκαίνεις - Καμιά δουλειά δεν είναι ντροπή (η αεργία είναι ντροπή)
Έργον δ’ ουδέν όνειδος, (αεργίη δε τ’ όνειδος) – Ησίοδος - Χτίζεις στην άμμο
Εἰς ψάμμον οἰκοδομεῖς – Πλούταρχος - Παρ’ το αυγό και κούρευτο
Ωον τίλλεις – Πλούταρχος - Όπως σε βλέπω και με βλέπεις
Ώσπερ εισοράς εμέ – Σοφοκλής - Μου λύθηκαν τα γόνατα
Λύεται γούνατα – Όμηρος - Θα σου δείξω εγώ ποιος είμαι (απειλή)
Εγώ αυτώ δείξω τις ειμί – Επίκτητος 3,2,10 - Δεν πας να κρεμαστείς ;
Ούκ απάγξη; – Επίκτητος 3,1,32 - Κάνει σαν να του σκότωσε τον πατέρα (σα να του σκότωσε τη μάνα λέμε σήμερα εμείς)
Αν ούν εν τούτοις πλανηθώ μη τι τον πατέρα απέκτεινα – Επίκτητος 1,7,31 - Βάζω το χέρι στην φωτιά
Χείρα τ’ εν ηγάνω βαλείν (ηγάνω=στο τηγάνι) – Ανακρέων Fragmenta Fr.91 - Μπλέξαμε τα μπούτια μας
Πλέξαντες μηροίσι πέρι μηρούς – Ανακρέων.