Οπως κατήγγειλε και η Ενωση Εισαγγελέων Ελλάδος (ΕΕΕ), οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στην πλήρη ατιμωρησία
σοβαρότατων οικονομικών εγκλημάτων..
• Σε ό,τι αφορά το από εδώ και εμπρός, αν για παράδειγμα ένα τραπεζικό στέλεχος απιστήσει, θα πρέπει για να πάει στη Δικαιοσύνη να υποβληθεί σε βάρος του έγκληση, καθώς ο εισαγγελέας δεν θα μπορεί να παρέμβει αυτεπάγγελτα. Δηλαδή οι τράπεζες που δεν ανήκουν στον στενό δημόσιο τομέα (ο οποίος εξαιρείται από την τροποποίηση) και οι οποίες μέχρι σήμερα όριζαν ακόμη και συνηγόρους για να υπερασπιστούν στα δικαστήρια τα επίορκα μεγαλοστελέχη τους θα πρέπει να σπεύσουν οι ίδιες να καταγγείλουν τη διοίκησή τους, δηλαδή τον… εαυτό τους.
• Σε ό,τι αφορά τις δεκάδες υποθέσεις που εκκρεμούν στη Δικαιοσύνη –κάποιες μάλιστα δικάζονται ήδη–, κινδυνεύουν να τιναχτούν στον αέρα!
Εάν η εν λόγω τροποποίηση ψηφιστεί, για να συνεχίσει η Δικαιοσύνη τη δουλειά της ορίζεται προθεσμία τεσσάρων μηνών από την ισχύ του νόμου για να κατατεθεί η περιβόητη έγκληση από τις διοικήσεις και να μην αχρηστευτούν οι δικογραφίες για εγκλήματα που δεν ανήκουν στον στενό πυρήνα του δημοσίου (όπου εντάσσονται υπουργεία και ΟΤΑ). Και βέβαια εύλογη είναι η αμφιβολία για το αν οι τράπεζες, στις διοικήσεις των οποίων εξακολουθούν να ανήκουν και πολλοί από τους εμπλεκόμενους, θα σπεύσουν να υποβάλουν την απαραίτητη έγκληση εντός του απαιτούμενου τετραμήνου.
Οπως άλλωστε αναφέρεται στην εξίσου σκανδαλώδη αιτιολογική έκθεση για τη συγκεκριμένη τροποποίηση,
πρόκειται περί ιδιωτικού τομέα και άρα τα προσβαλλόμενα έννομα αγαθά… έχουν ιδιωτικό χαρακτήρα.
Στα «κάγκελα» οι εισαγγελείς
Ανακοίνωση στην οποία επισημαίνει τον κίνδυνο της ατιμωρησίας αλλά και της διεθνούς έκθεσης της χώρας έσπευσε να εκδώσει μόλις μία ημέρα μετά την ανάρτηση στη δημόσια διαβούλευση (για ελάχιστες ημέρες, από 14 έως 18 Οκτωβρίου 2019) του επίμαχου σχεδίου νόμου η ΕΕΕ. Στην ανακοίνωση που υπογράφεται από την πρόεδρο της ΕΕΕ, αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου και επικεφαλής της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες Αννα Ζαΐρη και τη γενική γραμματέα, αντεισαγγελέα Εφετών
Κέλλυ Θεολογίδου επισημαίνεται: «Από τον συνδυασμό των άρθρων 5 παρ. 2 και 6 παρ. 1 του νομοσχεδίου “Τροποποιήσεις Ποινικού Κώδικα – Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και συναφείς διατάξεις” το οποίο ήδη από 14/10/2019 τέθηκε σε δημόσια διαβούλευση, προκύπτει ότι η αξιόποινη πράξη της κακουργηματικής απιστίας διώκεται πλέον κατ’ έγκληση και όχι αυτεπαγγέλτως.
Η ΕΕΕ επισημαίνει τον κίνδυνο ατιμωρησίας αλλά και διεθνούς έκθεσης της χώρας, καθώς δεκάδες υποθέσεις που βρίσκονται στο στάδιο της προκαταρκτικής εξέτασης, της ανάκρισης αλλά και στην ακροαματική διαδικασία κινδυνεύουν να ριφθούν στον κάλαθο των αχρήστων ως ποινικά μη αξιόλογες και η χώρα να εκτεθεί διεθνώς ως αναποτελεσματική στη δίωξη σοβαρότατων εγκλημάτων και ιδίως της διαφθοράς και του ξεπλύματος μαύρου χρήματος».
Η σκανδαλώδης αιτιολογική έκθεση
Αναφέρεται στη σχετική αιτιολογική έκθεση: «Τροποποιείται η 1η παράγραφος του άρθρου 405, διότι, κατά την άποψη που επικράτησε, όλες οι μορφές απιστίας, εκτός εκείνων που στρέφονται κατά του δημοσίου ή νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, πρέπει να διώκονται κατ’ έγκληση. H ρύθμιση αυτή εναρμονίζεται με την κατ’ έγκληση δίωξη του πυρήνα των περιουσιακών εγκλημάτων (απάτη, υπεξαίρεση, καταδολίευση κ.λπ.) στον ιδιωτικό τομέα και έχει την αυτή δικαιολογία, δηλαδή τον ατομικό χαρακτήρα των προσβαλλόμενων εννόμων αγαθών. Κατά την μειοψηφήσασα άποψη, η κατ’ έγκληση δίωξη δεν αρμόζει σε πράξεις κακουργηματικού χαρακτήρα και εμφανίζεται κατ’ εξοχήν προβληματική όταν εγκλήματα όπως η απάτη, η υπεξαίρεση ή η απιστία στρέφονται κατά νομικών προσώπων».
Σε ό,τι αφορά τη… μεταβατική περίοδο από την ισχύ του νόμου υπάρχει η διορθωτική τροποποίηση σύμφωνα με την οποία στη διάταξη του άρθρου 464 προστίθεται εδάφιο δεύτερο ως εξής: «Το ίδιο ισχύει σε εκκρεμείς ποινικές διαδικασίες για απιστία κατ’ άρθρο 390 παρ. 1 δεύτερο εδάφιο. Η προθεσμία των τεσσάρων μηνών αρχίζει από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου».
Επισημαίνεται ότι στους νέους κώδικες που ψηφίστηκαν επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ για την κακουργηματική απιστία είχε διατηρηθεί η αυτεπάγγελτη δίωξη λόγω ακριβώς του ενδεχόμενου καταχρηστικής μη υποβολής εγκλήσεως, ιδίως από επιχειρηματικούς φορείς μεγάλης επιφάνειας.