«Εκτός ατζέντας διαπραγματεύσεων τα τελευταία χρόνια, τα θέματα ομαδικών απολύσεων και αλλαγών στον απεργιακό νόμο που ζητούν οι δανειστές ” δήλωσε στον ΑΘΗΝΑ 9.84 ο καθηγητής Εργασιακών Σχέσεων στο Πάντειο Παν/μιο, Γιάννης Κουζής.
Αναλυτικά, μεταξύ άλλων,δήλωσε:
«Υπάρχει απαισιοδοξία για τη στάση των δανειστών έναντι της Ελλάδας, αναφορικά με τη διαπραγμάτευση περί τα εργασιακά. Αυτό γίνεται εμφανές ειδικά αν λάβουμε υπ όψιν την συμφωνία του Ιουλίου 2015, όπου γίνεται σαφές ότι τίποτα δεν μπορεί να αλλάξει χωρίς την έγκριση των δανειστών και ότι η επανεξέταση θεμάτων, όπως οι εκκρεμότητες από το δεύτερο μνημόνιο, αλλά και το νέο θέμα που έθεσε η κυβέρνηση και αφορά στις συλλογικές διαπραγματεύσεις, θα γίνουν στο πλαίσιο των βέλτιστων ευρωπαϊκών πρακτικών. Αυτό ωστόσο αποτελεί θέμα ερμηνείας, διότι κάποιος θα μπορούσε να παραπέμψει στο ιδιαίτερα αναπτυγμένο ευρωπαϊκό κοινωνικό και εργασιακό πρότυπο, που οικοδομήθηκε μετά από τον Β παγκόσμιο πόλεμο και κάποιος άλλος να ισχυριστεί ότι οι ίδιοι οι Ευρωπαίοι τις τελευταίες δεκαετίες απορυθμίζουν αυτό το πρότυπο.»
Για την αισιοδοξία κυβερνητικών στελεχών που κάνουν λόγο για επιστροφή στο ευρωπαϊκό κεκτημένο και την ευρωπαϊκή κανονικότητα, με ό,τι μπορεί να σημαίνει.
« Μπορεί να υπάρχει μια επικοινωνιακή τακτική, αλλά το να βασίζουν αυτή την κανονικότητα, που λέτε, πχ στη Γαλλία, όπου τον τελευταίο χρόνο έχει αποδομηθεί το εργατικό δίκαιο από την κυβέρνηση Ολάντ…
Θα πρέπει να ξέρουμε πώς ό,τι έγινε τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα, με αφορμή την κρίση, τα μνημόνια και τα μέτρα που ελήφθησαν προκειμένου να αλλάξει ριζικά η ελληνική αγορά εργασίας, δεν καινοτόμησαν σε τίποτα ως προς τη φύση τους, με αφορμή την ελληνική εμπειρία. Αναζητήθηκαν διάσπαρτες πρακτικές από ολόκληρο τον ευρωπαϊκό χώρο, που μπορεί να θεωρούνται και βέλτιστες ως προς την ανταγωνιστικότητα κλπ και αυτές ενσωματώθηκαν στην ελληνική αγορά εργασίας μέσα σε ένα σύντομο διάστημα. Δεν υπάρχει επομένως κάτι που να καινοτομεί από πλευράς φύσης των μέτρων. Πρόκειται για αντιγραφές.
Σε ότι αφορά στις παρεμβάσεις που έγιναν, εκτός από τις συλλογικές διαπραγματεύσεις, δεν αλλάζει τίποτε και είναι εντός μνημονιακών δεσμεύσεων. Άρα είναι δεκάδες παρεμβάσεων που δεν αλλάζουν και όχι μόνον οι συλλογικές διαπραγματεύσεις. Ακόμη, θέλουν επανεξέταση θέματα σε σχέση με τις ομαδικές απολύσεις και τον απεργιακό νόμο. Υπάρχουν πιέσεις για περαιτέρω αλλαγές, κυρίως στην αύξηση του αριθμού των απολύσεων και στο να μην χρειάζεται έγκριση του αρμοδίου υπουργείου.
Για τα θέματα των συλλογικών διαπραγματεύσεων, εκεί είναι και το θέμα με τον ..άταφο νεκρό,τίτλο του προ ημερών άρθρου μου στην Εφημερίδα των Συντακτών, στο οποίο και αναφερθήκατε. Επρόκειτο για μια απόπειρα πλήρους αποκατάστασης των συλλογικών διαπραγματεύσεων, ένα ,θα έλεγα, σχέδιο νόμου που δεν κατατέθηκε ποτέ στη Βουλή και στη διαμόρφωση του οποίου είχα μετάσχει και εγώ.
Υπάρχει μια σκόπιμη λήθη εδώ και το γεγονός με καθιστά επιφυλακτικό αναφορικά με το τι μέλλει γενέσθαι. Πόσο μάλλον που το πόρισμα των λεγόμενων σοφών, παρουσιάζει με εκλεπτυσμένο τρόπο, τις απόψεις των δανειστών, οι οποίοι υποστηρίζουν ότι τα ληφθέντα μέτρα όλα αυτά τα χρόνια, ήταν προς όφελος της ελληνικής οικονομίας.
Το πόρισμα όμως αυτό δεν ήταν ομόφωνο και η εμμονή στην έννοια του υπο-κατώτατου μισθού, δεν νομίζω ότι είναι ασφαλές και αν όπως υποστηρίζει ο αρμόδιος υπουργός δεν θα παραμείνει, σημαίνει ότι οφείλει να αρθεί και η διάκριση που έχει γίνει από το δεύτερο μνημόνιο, ώστε οι νέοι κάτω των 25 ετών να αμείβονται όχι με 510, όπως ισχύει σήμερα, αλλά με 560 ευρώ. Αυτό θα είναι θετικό αν γίνει,αλλά ωστόσο ανησυχώ. Εμένα θα με καθησύχαζε -σε ένα βαθμό- η αναφορά της ελληνικής κυβέρνησης σε συγκεκριμένα σημεία τα οποία θεωρεί αδιαπραγμάτευτα. Όχι γενικολογίες.»