Ο κοινωνικός λειτουργός και επιχειρησιακός υπεύθυνος των Γιατρών του Κόσμου, Τάσος Υφαντής, προσπαθεί να αποτυπώσει την κατάσταση άρνησης στην οποία βρίσκονται οι πυροπαθείς στο Μάτι.
«Βγάλαμε με το ζόρι μια ηλικιωμένη γυναίκα 72 ετών από το καμένο σπίτι της. Κοιμόταν σε έναν μικρό χώρο μέσα στα αποκαΐδια, είχε βάλει ένα στρώμα δίπλα στο πιάνο της, το οποίο έμεινε ανέγγιχτο από την πυρκαγιά. Εισέπνεε όλες τις επικίνδυνες για την υγεία της ουσίες, χρειαζόταν οξυγόνο, ωστόσο αρνούνταν να φύγει μέσα από το σπίτι».
Η ψυχολογική στήριξη των ανθρώπων που έχασαν τις οικογένειές τους και τις περιουσίες τους είναι κάτι περισσότερο από επιβεβλημένη και ένα στοίχημα για την κυβέρνηση που όπως φαίνεται θα «κερδηθεί» όχι από την ίδια αλλά πάλι από εθελοντές και μη κυβερνητικές οργανώσεις.
Οι Γιατροί του Κόσμου έχουν δει ήδη περισσότερους από 180 πληγέντες, με τους περισσότερους εξ αυτών να χρειάζονται ψυχολογική υποστήριξη.
«Οι περισσότεροι αρνούνται αυτό που έχει συμβεί και σίγουρα μέσα στο επόμενο εξάμηνο θα δούμε να αυξάνονται τα προβλήματα ψυχικής υγείας, όταν θα ξεπεράσουν την άρνηση. Η τραγωδία αυτή είναι πολύ επιβαρυντική. Είναι άνθρωποι που έχασαν τα εγγόνια τους, που έχασαν τους γονείς τους. Βλέπουμε έντονο το συναίσθημα ότι θα το ξαναζήσουν και έντονη την έλλειψη εμπιστοσύνης προς τις αρχές. Εχουμε ένα μείγμα θλίψης, οργής και φόβου», αναφέρει στον «Ε.Τ.» ο κ. Υφαντής, ο οποίος καθημερινά πραγματοποιεί επιτόπιες επισκέψεις στο Μάτι ή βλέπει πληγέντες στον χώρο που έχουν στήσει οι Γιατροί του Κόσμου έξω από το Κέντρο Υγείας Ραφήνας.
Δεν διστάζει να χαρακτηρίσει «πολεμικό» το σκηνικό στο Μάτι. «Είναι σαν να έπεσε βόμβα. Πραγματικά είναι σαν να είμαστε σε ένα χωριό της Συρίας και μας βομβάρδισαν», τονίζει, και προσθέτει: «Οι ιστορίες των ανθρώπων προκαλούν ανατριχίλα. Μια γυναίκα μας είπε ότι κατέβηκε από το αυτοκίνητό της, άρχισε να τρέχει, ξαφνικά είδε ότι είχε πάρει λάθος κατεύθυνση και την πλησίαζε η φωτιά, γύρισε πίσω να στρίψει σε άλλον δρόμο και πάτησε επί πτωμάτων».
Ο κ. Υφαντής βρίσκει πολλές ομοιότητες σε κοινωνικό επίπεδο των πυροπλήκτων στο Μάτι με τους σεισμοπαθείς του 1999. «Εχουμε πολλούς θανάτους, η τραγωδία συνέβη κοντά στον αστικό ιστό και δεν υπάρχει συγκεκριμένο πλάνο αποκατάστασης. Ετσι ήταν και στον σεισμό του ’99. Το θέμα όμως είναι ότι η Πολιτεία οφείλει να προβεί σε ενέργειες αποκατάστασης των ανθρώπων αυτών. Είναι καλό που μετακινήθηκαν οι πληγέντες στις κατασκηνώσεις, δεν πρέπει όμως να παίρνει μια καταστροφή τέτοια χαρακτηριστικά. Πρέπει οι άνθρωποι να νιώσουν πάλι τη ζεστασιά του σπιτιού», εξηγεί στον «Ε.Τ.» ο κοινωνικός λειτουργός.
Οι Γιατροί του Κόσμου συνεισφέρουν στους πυροπαθείς με δράσεις σε τρεις πυλώνες. Ο πρώτος είναι οι επισκέψεις κλιμακίου σπίτι – σπίτι σε καθημερινή βάση, από τις 9 το πρωί μέχρι τουλάχιστον τις 8 το βράδυ. Ο δεύτερος είναι η προσφορά στο κέντρο υγείας Ραφήνας με εθελοντές γιατρούς, όπως πνευμονολόγος, και η τρίτη είναι μέσω του κλιμακίου που είναι στημένο έξω από το κέντρο υγείας Ραφήνας για ιατρική βοήθεια και ψυχολογική υποστήριξη.
Οι δράσεις του υπουργείου Υγείας αναφορικά με την ψυχολογική υποστήριξη περιορίζονται στους δύο ψυχολόγους του ΚΕΕΛΠΝΟ (Κέντρο Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων) που έχουν διατεθεί στο κέντρο υγείας Ραφήνας και βλέπουν καθημερινά περιστατικά.
Επισκέψεις – συνεδρίες πραγματοποιούν και οι Γιατροί χωρίς Σύνορα, οι οποίοι μέχρι τις 31-7 είχαν δει 169 άτομα.
Οι συγγενείς στέκονται όρθιοι με φάρμακα
Μετά την τραγωδία ενεργοποιήθηκε και κλιμάκιο ψυχολόγων από το Ψυχιατρικό Νοσοκομείο Αττικής «Δαφνί», όπως ορίζει η 2η αναθεωρημένη έκδοση του Ειδικού Σχεδίου Διαχείρισης Ανθρωπίνων Απωλειών – ΕΣΔΑΑ. Η ομάδα αυτή ανέλαβε την παροχή βοήθειας στα νοσοκομεία, έξω από την Ιατροδικαστική Υπηρεσία Αθηνών στο Γουδί καθώς και στο Σχιστό. Στις δύο τελευταίες περιοχές μετέβαιναν συγγενείς να αναζητήσουν τους ανθρώπους τους.
Σύμφωνα με όσα λέει στον «Ε.Τ.» ψυχολόγος-ψυχοθεραπεύτρια – επιθυμεί να διατηρήσει την ανωνυμία της – η οποία βρισκόταν στο Γουδί την πρώτη εβδομάδα μετά τη φονική πυρκαγιά στην ανατολική Αττική, οι συγγενείς των θυμάτων ήταν κάτω από την επήρεια σοκ. «Δεν είχαν συνειδητοποιήσει τι είχε συμβεί. Ηταν μουδιασμένοι, και πολλοί λάμβαναν φάρμακα για να στέκονται όρθιοι», λέει. Το πιο συνηθισμένο ερώτημα που απηύθυναν στους ψυχολόγους οι συγγενείς των θυμάτων ήταν ένα απλό «τι να κάνω;».
Όπως εξιστορεί η ψυχολόγος του «Δαφνί»: «Μια κυρία έχασε τη μητέρα της, την αδελφή της, τον γαμπρό της και το ανίψι της και το άλλο παιδί της αδελφής της βρισκόταν εκτός Αθηνών. Με πλησίασε και με ρωτούσε πώς να του πει του παιδιού αυτού ότι όλη η οικογένειά του κάηκε». Μεταξύ των ανθρώπων στους οποίους μίλησε η ψυχολόγος και η μητέρα της 13χρονης που έπεσε από τον γκρεμό για να σωθεί και σκοτώθηκε. «Με ρώτησε: Πιστεύετε θα χρειαστώ ψυχολογική υποστήριξη; Με μια πρωτοφανή ψυχραιμία».
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου