Ο Γιώργος Φούντας ήταν ένας από τους πιο γνωστούς ηθοποιούς της μεγάλης οθόνης.
Για τους Έλληνες, κινηματογραφόφιλους, θεατρόφιλους και μη, υπήρξε ένα αυθεντικά λαϊκό ίνδαλμα, ένας μάγκας βγαλμένος από τις λασπωμένες αλάνες και τις δυσκολίες της ζωής, των αγώνων και της αγάπης.
Έπαιξε σε περισσότερες από 50 ταινίες και δημιούργησε τον δικό του κινηματογραφικό τύπο, του δυναμικού, παραδοσιακού, αλλά και με ευαισθησίες άνδρα. «Φύγε, Στέλλα, κρατάω μαχαίρι!» ήταν η θρυλική του ατάκα προς την συμπρωταγωνίστρια του Μελίνα Μερκούρη στην ταινία «Στέλλα», η οποία έγραψε ιστορία και παραμένει ακόμη ανεξίτηλη στις μνήμες μας.
Ο Γιώργος Φούντας γεννήθηκε τον Ιούνιο του 1924 στο Μαυρολιθάρι της Φωκίδας. Μεγάλωσε με την πολυμελή φαμίλια του στο διπλανό χωριό του πατέρα του την Καστριώτισσα Φωκίδας.
Οι γονείς του παίρνουν κάποια στιγμή τα παιδιά τους και μετακομίζουν στην Αθήνα. Ο πατέρας του έχει γαλατάδικο κι ο Γιώργος Φούντας μπαίνει από νωρίς στην βιοπάλη μοιράζοντας γάλα με το ποδήλατό του στην γειτονιά και μέχρι το Κορωπί.
Ολοκληρώνει με το ζόρι το σχολείο, ενώ έχει ήδη κολλήσει το μικρόβιο της υποκριτικής. Ταυτόχρονα έχει και μεγάλο ταλέντο στο ποδόσφαιρο και κάποια στιγμή φτάνει να παίζει στην ΑΕΚ.
Δίνει εξετάσεις στην Δραματική Σχολή και γίνεται δεκτός μετ’ επαίνων έχοντας δάσκαλο τον Αιμίλιο Βεάκη.
Το 1944 κάνει ντεμπούτο σαν κομπάρσος στην ταινία του Γιώργου Τζαβέλλα «Χειροκροτήματα». Το 1951 παίζει τις πρώτες του ταινίες με κανονικό ρόλο: «Νεκρή Πολιτεία», «Καταδρομή στο Αιγαίο».
To 1954 πρωταγωνιστεί στην ταινία του Νίκου Κούνδουρου «Μαγική πόλις» και γίνεται ευρύτερα γνωστός. Το 1955 πρωταγωνιστεί στο πλάι της Μελίνας Μερκούρη στην ταινία του Μιχάλη Κακογιάννη «Στέλλα».
«Φύγε, Στέλλα, κρατάω μαχαίρι! Γιατί δεν φεύγεις;» ήταν η ατάκα του Γιώργου Φούντα που έμεινε στην ιστορία.
Το βιντεοληπτικό υλικό προέρχεται από το κανάλι στο YouTube “Χρώμα στο ασπρόμαυρο”.
Το 1960 συμμετέχει στην ταινία «Ποτέ την Κυριακή» μαζί με την Μελίνα Μερκούρη και γίνεται διεθνώς γνωστός. Οι παραγωγοί των ταινιών Τζέιμς Μποντ εντυπωσιάζονται και βάζει υποψηφιότητα για τον ρόλο του Μποντ.
Στην τελική οντισιόν ο Γιώργος δηλώνει ότι δεν προλαβαίνει να μάθει αγγλικά και αποσύρεται από την διεκδίκηση του ρόλου.
Το 1963 πρωταγωνιστεί σε 2 ταινίες που συμμετείχαν στα Όσκαρ. “Τα κόκκινα φανάρια” του Βασίλη Γεωργιάδη και το “Αμέρικα Αμέρικα” του Ηλία Καζάν. Για τις εξαιρετικές του ερμηνείες κερδίζει δύο συνεχόμενες χρονιές βραβείο Α’ ανδρικού ρόλου στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Το 1966 με την ταινία «Με την λάμψη στα μάτια». Το 1967 με την ταινία «Πυρετός στην άσφαλτο».
Ο Γιώργος Φούντας δημιούργησε τον δικό του κινηματογραφικό τύπο… αυτόν του δυναμικού, παραδοσιακού, αλλά και με ευαισθησίες άνδρα.
Ο Γιώργος Φούντας ήταν ένας άνθρωπος απλός, καλαμπουρτζής που έπαιρνε την ζωή όπως ερχόταν.
Χαρακτηριστικό είναι το περιστατικό που συνέβη το 1967 κατά την διάρκεια των γυρισμάτων της ταινίας «Πυρετός στην άσφαλτο». Την ώρα που γύριζαν μια σκηνή έτυχε να περνάει από ‘κει η πομπή των αυτοκινήτων του βασιλιά Κωνσταντίνου. Ο Κωνσταντίνος κατέβηκε από το αυτοκίνητο για να ρωτήσει για τα γυρίσματα της ταινίας. Τότε τον πλησίασε ο Φούντας και του είπε: «Γειά σου Κώτσο. Τι κάνει η κυρά; Τι κάνουν τα κουτσούβελα;».
Τότε τον πλησίασε ο σαστισμένος Ντίνος Δημόπουλος και τον ρώτησε: «Ρε Γιώργο γνωρίζεστε με τον βασιλιά και τον είπες Κώτσο;», με τον Γιώργο Φούντα να του απαντάει: «Πρώτη φορά τον συναντώ, τον είπα Κώτσο γιατί στο χωριό τους Κωνσταντίνους τους λέμε Κώτσους».
Ο Γιώργος Φούντας έκανε δύο γάμους. Τον πρώτο με την Ελένη Επισκόπου το 1947, με την οποία απέκτησε έναν γιο, τον Θύμιο και μια κόρη, την Τζέλλα.
Τον δεύτερο με την Χρυσούλα Ζώκα το 1964, με την οποία απέκτησε έναν γιο, τον Παναγιώτη.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του έπασχε από Αλτσχάιμερ.
Ο Γιώργος Φούντας έφυγε από την ζωή τον Νοέμβριο του 2010 σε ηλικία 86 ετών.