Το ενδεχόμενο να επανέλθει από το φθινόπωρο ο εμβολιασμός με ενισχυτική δόση για τον κορωνοιό όπως και για τη γρίπη, επιβεβαίωσε η αναπληρώτρια υπουργός Υγείας στον Αθήνα 984 , υπογραμμίζοντας τη σημασία της σύστασης για χρήση μάσκας από τους έχοντες προβλήματα υγείας.
Στην πρεμιέρα της κατάργησης της υποχρεωτικότητας στη χρήση μάσκας, εκτός από τα Νοσοκομεία, τις μονάδες φροντίδας ηλικιωμένων και τις αστικές συγκοινωνίες, η Μίνα Γκάγκα τόνισε, ότι καλό θα ήταν να τις φορούν και τα παιδιά που δίνουν αυτές τις ημέρες εξετάσεις, συνιστώντας να πράξουν το ίδιο και στις ευάλωτες ομάδες για δική τους προστασία.
Αναφερόμενη στο καθεστώς που ισχύει για τους επιβάτες των πλοίων, επισήμανε πως «για τις αριθμημένες θέσεις, η Επιτροπή Λοιμωξιολόγων έχει γνωμοδοτήσει ότι δεν χρειάζονται μάσκες. Θα περιμένουμε τι θα αποφανθεί σε σχέση με τα πλοία».
Για τον επαναληπτικό εμβολιασμό από το φθινόπωρο, ξεκαθάρισε ότι «θα χρειαστεί αναμνηστική δόση, αν και θα είναι καλύτερα τα πράγματα….Η Ελλάδα έχει ήδη αγοράσει εμβόλια σε αντιστοιχία με τον πληθυσμό της».
Σε αυτό το πλαίσιο, δήλωσε πως υπήρξε εξ αρχής συμφωνία για δωρεάν εμβόλια και το 2023, με τα σκευάσματα να βρίσκονται υπό επεξεργασία από τις εταιρείες, ώστε να περιλαμβάνουν και τα νέα στελέχη του ιού. «Θα παραλαμβάνονται μέχρι τις αρχές του 2023, αλλά όχι μέσα στο καλοκαίρι. Το φθινόπωρο θα προμηθευτούμε καινούργια σκευάσματα που θα αντιμετωπίζουν τα νέα στελέχη του ιού» είπε χαρακτηριστικά.
Ταυτόχρονα πρόσθεσε ότι «κριτήρια στη λήψη αποφάσεων συνιστούν η σοβαρή νόσος και η επιβάρυνση του ΕΣΥ».
Για την αύξηση των ράντζων στα δημόσια νοσοκομεία, η αναπληρώτρια υπουργός Υγείας είπε ότι είναι βατά τα πράγματα, σε γενικές γραμμές, παρά την πίεση στο Σύστημα Υγείας. «Όπου υπάρχει πίεση το ελέγχουμε κι επεμβαίνουμε» διαβεβαίωσε.
Σε σχέση με τις ενδονοσοκομειακές λοιμώξεις ανέφερε ότι «όταν διαπιστώνεται η ύπαρξη πολυανθεκτικού στελέχους μικροβίου, τα περιστατικά απομονώνονται. Οι επιτροπές λοιμώξεων κάνουν την καταγραφή και λαμβάνονται τα απαραίτητα μέτρα».
Η Μίνα Γκάγκα παραδέχθηκε την υποστελέχωση του ΕΣΥ με αναισθησιολόγους, κάνοντας λόγο για μεγάλο πρόβλημα. «Είναι μεγάλο πρόβλημα το γεγονός ότι έχουμε λίγους αναισθησιολόγους στο Σύστημα Υγείας. Κάνουμε προσπάθειες να ενισχυθούν τα τμήματα ώστε να αποσυμφορηθούν και τα τακτικά χειρουργεία».