Η κρίση θεσμικής εμπιστοσύνης που βιώνει η χώρα δεν είναι ούτε συγκυριακό φαινόμενο ούτε απλό σύμπτωμα δυσαρέσκειας των πολιτών. Είναι βαθιά, διαβρωτική και επικίνδυνη. Κάθε φορά που ένα σκάνδαλο μένει χωρίς κάθαρση, κάθε φορά που η λογοδοσία γίνεται επικοινωνιακή ρητορική αντί για πράξη, το νήμα που συνδέει πολίτη και Πολιτεία ξεφτίζει λίγο περισσότερο.

Η εμπιστοσύνη δεν χάνεται απότομα· διαβρώνεται μεθοδικά — όπως ένα μέταλλο που σκουριάζει. Και όταν αυτή η σκουριά φτάσει στους πυλώνες των θεσμών, τότε δεν αμφισβητείται μόνο η κυβέρνηση ή η αντιπολίτευση. Αμφισβητείται το ίδιο το δημοκρατικό υπόστρωμα.
Η Ελλάδα δείχνει να εισέρχεται σε μια περίοδο όπου η πολιτική φθορά μετατρέπεται σε κοινωνική κόπωση. Οι πολίτες αποσύρονται εσωτερικά. Δεν εμπιστεύονται τη Δικαιοσύνη, δεν πιστεύουν στα ΜΜΕ, δυσπιστούν απέναντι στα κόμματα. Κι έτσι, το κενό το καταλαμβάνει η αδιαφορία, ο κυνισμός και — χειρότερα — η οργή χωρίς πυξίδα.
Η κρίση θεσμικής εμπιστοσύνης είναι λοιπόν παράλληλα κρίση πολιτικής και κοινωνικής συνοχής. Όταν οι θεσμοί απονομιμοποιούνται, η κοινωνία κατακερματίζεται. Κι όταν η κοινωνία κατακερματίζεται, η πολιτική μετατρέπεται σε παιχνίδι επιβίωσης μικρών μηχανισμών εξουσίας.
Το ερώτημα δεν είναι ποιος θα καρπωθεί τη φθορά. Το ερώτημα είναι ποιος θα έχει το θάρρος να την αναστρέψει. Γιατί η εμπιστοσύνη δεν επιστρέφει με διαγγέλματα, ούτε με φιέστες ανάπτυξης. Χτίζεται ξανά με θεσμική εντιμότητα, δικαιοσύνη που αποδίδεται χωρίς εξαιρέσεις, δημόσιο διάλογο χωρίς υποκρισία.
Η χώρα δεν αντέχει άλλη αμφιθυμία, άλλο “ναι μεν αλλά”. Χρειάζεται πολιτική σοβαρότητα, συνέπεια και ανανέωση στη σχέση πολιτών και εξουσίας. Χρειάζεται η Δημοκρατία να ξαναγίνει καθημερινό βίωμα, όχι κενό σύνθημα.
Αλλιώς, θα συνεχίσουμε να μετράμε εκλογές, κυβερνήσεις και κρίσεις — αλλά όχι εμπιστοσύνη.










