Κατά τον διάσημο Βρετανό γλωσσολόγο, ακαδημαϊκό και συγγραφέα της «Εγκυκλοπαίδειας της Αγγλικής Γλώσσας του Κέιμπριτζ», Ντέιβιντ Κρίσταλ, τα 2/3 της αγγλικής γλώσσας προέρχονται από κλασικές λέξεις της ελληνικής και της λατινικής.
Μία από τις λέξεις αυτές είναι και η λέξη «stop», που όσο και αν φαίνεται παράξενο, προέρχεται ως αντιδάνειο από τα αρχαία ελληνικά.
Η ετυμολογία της λέξης «stop», ξεκινά από το πολύ μακρινό παρελθόν. Προέρχεται από την αρχαία ελληνική λέξη, στυπ(π)είον και μεταγενέστερα τη στύππη, που στα νέα ελληνικά σημαίνει στουπί. Στη συνέχεια, τη στύππη τη δανείστηκαν οι Ρωμαίοι, τη μετέτρεψαν σε «stuppa» και δημιούργησαν το ρήμα «stuppare»
Με την πάροδο των χρόνων, πέρασε στις γερμανικές γλώσσες ως «stopfen», υιοθετήθηκε από άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες όπως τα γαλλικά («étouper») και τα ιταλικά («stoppare») και τελικά έφτασε ως αντιδάνειο στην αγγλική γλώσσα με τον όρο «stop».
Όπως έλεγε κι ο Γκας, ο πατέρας στο My Fat Greek Wedding, Everything comes from Greek. The word Kimono from the Greek Χειμώνας»