Μένω σε ένα ευαγές προάστιο. Στο ‘χω ξαναπεί. Εδώ μεγάλωσα, εδώ ξαναγύρισα και εδώ μεγαλώνει το παιδί μου. Κι αυτά στα ‘χω ξαναπεί. Σ’ αυτό που λες το προάστιο με τα μεγάλα σπίτια, τους κήπους και τον βαρβάτο ΕΝΦΙΑ, το τελευταίο διάστημα έχουν εμφανιστεί άνθρωποι που μένουν στο δρόμο. Συγκεκριμένα στα πέριξ του εμπορικού κέντρου του προαστίου.
Ο πρώτος που είδα, είχε στρώσει ένα βράδυ έξω από τον Γερμανό με όλη του την πραμάτεια. Βαλίτσα, ρούχα, στρωσίδια. Φαινόταν καλοβαλμένος. Με αθλητικά και τζιν. «Από σπίτι». Τον ξανάδα κάνα δυο φορές σε άλλα σημεία, περιμετρικά του βασιλόπουλου και μετά τον έχασα. Δεν του μίλησα ποτέ.
Προχθές, σε πιο περίοπτη θέση, βρήκα έναν δεύτερο. Σε άθλια κατάσταση. Πρωί πρωί κειτόταν άτσαλα, σκεπασμένος με ένα λερό μπουφάν. Τα παπούτσια του ήταν τρύπια. Δίπλα του είχε ένα τενεκεδάκι μπύρα.
Πάρκαρα μπροστά του. Τον κοίταξα αλλά δεν στάθηκα. Μπήκα στο σούπερ μάρκετ, έκανα γρήγορα τα ψώνια μου και μετά πήγα στο αυτοκίνητο. Κάθισα στο τιμόνι και έμεινα να τον παρακολουθώ. Μου φάνηκε ότι δεν κουνιόταν.
Ο κόσμος περνούσε χωρίς να του δίνει σημασία. Ο περιπτεράς συνέχιζε να πουλάει τσιγάρα και κόκα κόλες χωρίς να του δίνει σημασία. Δυο κορίτσια διαφήμιζαν ένα νέο προϊόν έξω από το μαγαζί χωρίς να του δίνουν σημασία. Ένα παιδί του έριξε μια φευγαλέα ματιά και έπιασε το χέρι της μαμάς του.
Κάθισα έτσι για 10-15 λεπτά προσπαθώντας να ανιχνεύσω μια κίνησή του. Ακόμη και αμυδρή. Λίγο πριν βάλω τις φωνές «βοήθεια», τον πλησίασα. Σε απόσταση ασφαλείας, μη φανταστείς. Ίσα να δω ότι ανάπνεε, ίσα που να κουνήσει το πόδι του να βολευτεί λίγο καλύτερα.
Έφυγα. Στο φανάρι, έξω από τον Γερμανό, μια κυρία φρόντιζε με επιμέλεια μια μαραμένη ζαρντινιέρα.