Η μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων είναι μία από τις πιο παρεξηγημένες, αλλά και θεμελιώδεις έννοιες του ελληνικού διοικητικού συστήματος.
Θεσμοθετήθηκε για να προστατεύσει τη δημόσια διοίκηση από τις παρεμβάσεις της πολιτικής εξουσίας, να εξασφαλίσει συνέχεια στη λειτουργία του κράτους και να ενισχύσει τη διοικητική ουδετερότητα. Παρ’ όλα αυτά, συχνά ταυτίστηκε με τη στασιμότητα, την αναξιοκρατία και τη δυσκινησία του κρατικού μηχανισμού. Η ιστορία της μονιμότητας στην Ελλάδα είναι ιστορία ενός θεσμού που ισορροπεί ανάμεσα στην ανάγκη για σταθερότητα και την απαίτηση για λογοδοσία και αποτελεσματικότητα.
Από τον κομματισμό στον εκσυγχρονισμό: Η απαρχή της μονιμότητας
Στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος του 19ου αιώνα, η δημόσια διοίκηση ήταν οργανικά συνδεδεμένη με την πολιτική πελατειακή σχέση. Οι αλλαγές κυβερνήσεων σήμαιναν αυτομάτως απολύσεις υπαλλήλων και προσλήψεις “δικών μας παιδιών”. Η αστάθεια αυτή δεν ήταν μόνο διοικητική, αλλά και θεσμική. Η δημόσια διοίκηση λειτουργούσε περισσότερο ως μηχανισμός ανταμοιβής και εξυπηρέτησης ψηφοφόρων, παρά ως ουδέτερος φορέας εφαρμογής της κρατικής πολιτικής.

Το πρώτο μεγάλο βήμα προς τη θωράκιση του κράτους από τον κομματισμό ήρθε με το Σύνταγμα του 1911 επί Ελευθερίου Βενιζέλου. Εκεί κατοχυρώθηκε για πρώτη φορά η μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων, προκειμένου να διασφαλιστεί η διοικητική συνέχεια και να προστατευθούν οι υπάλληλοι από τις εκάστοτε πολιτικές εναλλαγές.
«Οι δημόσιοι υπάλληλοι είναι μόνιμοι και απολύονται μόνο με απόφαση ειδικού πειθαρχικού συμβουλίου», οριζόταν για πρώτη φορά στο συνταγματικό κείμενο.
Το κράτος ως εργοδότης: Μεταπολεμική διογκώση και θεσμική καθιέρωση
Η μονιμότητα παρέμεινε και στα μεταγενέστερα συντάγματα, ενώ μεταπολεμικά, με την ανασυγκρότηση του κράτους, η δημόσια διοίκηση απέκτησε ρόλο-κλειδί. Η κοινωνική ζήτηση για εργασία σε συνδυασμό με τις πολιτικές πελατειακές πρακτικές οδήγησαν σε μαζική διόγκωση του Δημοσίου, με τους μόνιμους υπαλλήλους να θεωρούνται προνομιούχοι μιας σταθερής, καλά αμειβόμενης και “ανέγγιχτης” απασχόλησης.
Το Σύνταγμα του 1975, μετά την πτώση της χούντας, ενίσχυσε ακόμη περισσότερο τη μονιμότητα, στο άρθρο 103, τονίζοντας ότι η Δημόσια Διοίκηση είναι στην υπηρεσία του πολίτη και όχι της εκάστοτε πολιτικής ηγεσίας.
Η μεταπολίτευση και η διπλή όψη της μονιμότητας
Από τη Μεταπολίτευση και μετά, η μονιμότητα αποτέλεσε ταυτόχρονα θεσμική κατάκτηση αλλά και πεδίο ιδεολογικής και πολιτικής αντιπαράθεσης. Από τη μία, λειτούργησε ως ανάχωμα απέναντι στην αυθαιρεσία των κυβερνήσεων. Από την άλλη, όμως, ποτέ δεν συνοδεύτηκε από ουσιαστικούς μηχανισμούς αξιολόγησης, επιμόρφωσης και αναβάθμισης του ανθρώπινου δυναμικού του Δημοσίου.
Η αντίληψη του «μπες στο Δημόσιο και σώθηκες» παγιώθηκε. Ο μόνιμος υπάλληλος δεν απολύεται, ακόμα κι αν υπολείπεται σε αποδοτικότητα, ενίσχυσε την κοινωνική καχυποψία και έθρεψε το στερεότυπο του τεμπέλη και ατιμώρητου δημόσιου υπαλλήλου. Το Δημόσιο σταδιακά ταυτίστηκε με την αναξιοκρατία, και η μονιμότητα θεωρήθηκε, από μερίδα της κοινωνίας, ως προνόμιο χωρίς υποχρεώσεις.
Η πρόκληση των Μνημονίων: Όταν αμφισβητείται το “απαραβίαστο”
Η οικονομική κρίση του 2010 ανέτρεψε τις βεβαιότητες δεκαετιών. Η χώρα υπέγραψε μνημόνια με δανειστές που απαιτούσαν περικοπές δαπανών, απολύσεις και “εξορθολογισμό” του Δημοσίου. Παρά τη συνταγματική προστασία, πραγματοποιήθηκαν απολύσεις: καθαρίστριες, σχολικοί φύλακες, εργαζόμενοι στην ΕΡΤ και άλλες κατηγορίες προσωπικού που θεωρήθηκε ότι δεν καλύπτονταν από το καθεστώς μονιμότητας.
Αν και η βασική συνταγματική διάταξη δεν άλλαξε, η κρίση άνοιξε μια νέα ρωγμή στον θεσμό: μπορούσε πλέον να τεθεί σε αμφισβήτηση στο όνομα της δημοσιονομικής πειθαρχίας. Το αποτέλεσμα ήταν διχαστικό: άλλοι ζητούσαν τη γενίκευση των απολύσεων, άλλοι την αποκατάσταση της θεσμικής προστασίας και την επιστροφή των απολυμένων.
Σήμερα: Από τη μονιμότητα στην λογοδοσία;
Η μονιμότητα συνεχίζει να ισχύει και αποτελεί ακρογωνιαίο λίθο της ελληνικής διοίκησης, αλλά οι πιέσεις για εκσυγχρονισμό και αξιολόγηση εντείνονται. Το ΑΣΕΠ εγγυάται, τουλάχιστον σε επίπεδο εισόδου, αντικειμενικότητα στις προσλήψεις, ενώ οι θεσμοί αξιολόγησης και κινητικότητας (μετακινήσεις υπαλλήλων σε άλλες υπηρεσίες) έχουν ενισχυθεί.
Η ψηφιοποίηση του κράτους, το gov.gr και άλλες μεταρρυθμίσεις φέρνουν νέα δυναμική. Η συζήτηση μετατοπίζεται: όχι τόσο στο αν πρέπει να υπάρχει μονιμότητα, αλλά πώς μπορεί να συνυπάρχει με αποτελεσματικότητα, λογοδοσία και παραγωγικότητα.
Μονιμότητα: προνόμιο ή εγγύηση;
Το ερώτημα παραμένει ανοιχτό: Είναι η μονιμότητα ένας θεσμός που προστατεύει τη δημοκρατία ή ένας αναχρονισμός που εμποδίζει τον εκσυγχρονισμό του κράτους;
Η απάντηση, ίσως, δεν βρίσκεται στην κατάργηση ή διατήρησή της, αλλά στον επαναπροσδιορισμό της. Να παραμείνει ως θεσμική ασπίδα απέναντι στην αυθαιρεσία, αλλά να συνδυαστεί με συστήματα αξιολόγησης, διαφάνειας και εκπαίδευσης. Μόνο έτσι η μονιμότητα θα αποκτήσει νέο νόημα στον 21ο αιώνα: όχι ως ακινησία, αλλά ως σταθερή βάση πάνω στην οποία χτίζεται ένα σύγχρονο, αξιόπιστο κράτος.

Χρονολόγιο: Η Μονιμότητα στο Ελληνικό Δημόσιο
1833 – Ίδρυση του ελληνικού κράτους. Η δημόσια διοίκηση είναι μικρή, προσωποπαγής και απόλυτα εξαρτημένη από την πολιτική εξουσία. Οι υπάλληλοι αλλάζουν με κάθε κυβέρνηση.
1864 – Σύνταγμα του 1864: Αναγνωρίζεται για πρώτη φορά η ανάγκη θεσμικής οργάνωσης της διοίκησης, χωρίς όμως πρόβλεψη για μονιμότητα.
1911 – Σύνταγμα Ελευθερίου Βενιζέλου: Καθιερώνεται ρητά για πρώτη φορά η μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων. Απολύσεις επιτρέπονται μόνο για «σπουδαίο λόγο» και κατόπιν πειθαρχικής διαδικασίας.
1920–1940 – Η μονιμότητα παραμένει αλλά εφαρμόζεται αποσπασματικά. Οι πολιτικές απολύσεις συνεχίζονται στην πράξη, παρά τις συνταγματικές προβλέψεις.
1951 – Ψήφιση του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Υπαλλήλων. Καθιερώνεται οργανωμένο νομικό πλαίσιο για τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους.
1975 – Σύνταγμα της Μεταπολίτευσης (Άρθρο 103): Η μονιμότητα θεσπίζεται συνταγματικά με αυστηρότερες εγγυήσεις και προσδιορίζεται ο δημόσιος υπάλληλος ως υπηρέτης του πολίτη και όχι των κυβερνήσεων.
1983–1990 – Νόμοι Παπανδρέου και Αρσένη για τη Διοίκηση: Διεύρυνση του Δημοσίου, επέκταση δικαιωμάτων, αλλά και κριτική για αναξιοκρατία και κομματικές προσλήψεις.
1994 – Ιδρύεται το ΑΣΕΠ (Ν. 2190/94), για να διασφαλίσει αντικειμενικές και αξιοκρατικές προσλήψεις. Ένα από τα μεγαλύτερα βήματα για τον εξορθολογισμό της Δημόσιας Διοίκησης.
2001 – Αναθεώρηση του Συντάγματος: Διευκρινίζεται η διαφορά ανάμεσα σε μονίμους υπαλλήλους και υπαλλήλους ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, που δεν έχουν το ίδιο επίπεδο προστασίας.
2010–2014 – Πρώτα Μνημόνια: Υπό πίεση της Τρόικας πραγματοποιούνται οι πρώτες απολύσεις μονίμων υπαλλήλων (καθαρίστριες, σχολικοί φύλακες, ΕΡΤ). Η μονιμότητα αμφισβητείται για πρώτη φορά επίσημα.
2015 – Επαναπροσλήψεις και αποκατάσταση απολυμένων από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ. Επανέρχεται η ρητορική περί “ιερότητας” της μονιμότητας.
2020–2024 – Επέκταση της ψηφιακής διακυβέρνησης και των συστημάτων αξιολόγησης. Νέες συζητήσεις για το πώς μπορεί η μονιμότητα να συμβαδίσει με την απόδοση και την ευελιξία.
2025 – Η μονιμότητα παραμένει συνταγματικά κατοχυρωμένη, αλλά το debate για τον ρόλο και τα όριά της εντείνεται, κυρίως υπό το πρίσμα της ψηφιοποίησης και της ανάγκης για αποτελεσματικό κράτος.