Η αύξηση της προσβασιμότητας στο διαδίκτυο άλλαξε τα δεδομένα για τις νεότερες γενιές, με αποτέλεσμα οι ενήλικες να είναι σήμερα περισσότερο εκτεθειμένοι στην εξάρτηση από τον παγκόσμιο ιστό, συγκριτικά με τις προηγούμενες γενιές.
Στις παρενέργειες από την προβληματική χρήση του Ίντερνετ εντάσσεται και το φαινόμενο της μείωσης των ωρών ύπνου, παγκοσμίως.
Η ψυχίατρος Στέλλα Χρηστίδη, επιστημονική υπεύθυνος στο τμήμα Προβληματικής Χρήσης Διαδικτύου του «18 Ανω», σε συνέντευξή της στον Αθήνα 984 αναλύει τους λόγους για τους οποίους πολλοί χάνουν τον ύπνο τους εξ αιτίας της εξάρτησης από τα τάμπλετ, τα κινητά ή τις οθόνες των υπολογιστών, επισημαίνει τους κινδύνους από τις επιπτώσεις του φαινομένου και μιλά για τους τρόπους διαχείρισής του.
«Οι ώρες ύπνου έχουν περιοριστεί παγκοσμίως. Δεν κοιμόμαστε καλά γιατί φτάνουμε να είμαστε δικτυωμένοι ακόμα και στην κρεββατοκάμαρά μας, χωρίς βέβαια να εξαιρούνται τα παιδιά και οι έφηβοι. Το διαδίκτυο δημιουργεί εξάρτηση γιατί -εκτός απ όλα τα άλλα- είναι αγχολυτικό, ιδιαίτερα για τις μικρότερες ηλικίες που έχουν περισσότερες ανησυχίες και βιώνουν με μεγαλύτερη ένταση τα συναισθήματά τους» λέει.
Εφηβοι και παιδιά μέσα από το σκρολάρισμα ή την πλοήγηση στο διαδίκτυο πατούν pause στις αγωνίες και ανακουφίζονται από τα άγχη τους, κοινό παρονομαστή των εξαρτητικών συμπεριφορών.
Σύμφωνα με την ψυχίατρο «αυτός είναι και ο λόγος που το αναζητούμε. Γιατί εκεί στο διαδίκτυο μπορούμε να βρούμε ό,τι μας ευχαριστεί. Είτε πρόκειται για επικοινωνία, παιχνίδι ή ακόμα και πορνογραφία» αναφέρει χαρακτηριστικά, επισημαίνοντας πως μόνο το gaming αναγνωριζόταν ως διαταραχή και προβληματική συμπεριφορά εθισμού, στα πρώτα χρόνια λειτουργίας του τμήματος Προβληματικής Χρήσης Διαδικτύου στο «18 Άνω».
Και συμπληρώνει πως «τώρα που η εξάρτηση από τα social και η πορνογραφία κερδίζουν έδαφος, αναδεικνύεται επιτακτικά η ανάγκη να εξεταστούν οι κίνδυνοι σε σχέση με τη διαμόρφωση των απόψεων στους εφήβους σε σχέση με τους συγκεκριμένους τομείς».
Παρότι κάποιος θα μπορούσε να σκεφτεί ότι η πλοήγηση στο ίντερνετ τις βραδινές ώρες ευνοεί τη χαλάρωση και τον ύπνο, στην πραγματικότητα συμβαίνει το αντίθετο.
«Το έντονο φως μαζί με την απαιτούμενη συγκέντρωση προσοχής, δίνουν σήμα στον εγκέφαλο να ξυπνήσει, αυξάνονται οι καρδιακοί παλμοί και μπαίνουμε σε κατάσταση εγρήγορσης με αποτέλεσμα να κοιμόμαστε πιο λίγο. Στα παιδιά ειδικότερα, η καθυστέρηση στο χρόνο ύπνου αλλά και η μειωμένη διάρκειά του, 6 με 7 ώρες αντί για το απαιτούμενο δεκάωρο, δημιουργούν πρόβλημα. Ένα πρόβλημα που εκδηλώνεται με ευερεθιστότητα, υπνηλία στη διάρκεια της ημέρας, κούραση και μείωση των επιδόσεων στο σχολείο ή στην ακαδημαϊκή εργασία για τους μεγαλύτερους» όπως αναφέρει.
Ζητούμενο εδώ είναι τα όρια. Και όχι μόνο στη χρήση τάμπλετ ή κινητού
«Η επιβολή ορίων πρέπει να γίνεται από την παιδική ηλικία ώστε να φέρει αποτέλεσμα. Πολύ πριν φτάσουν στα 17 τους χρόνια. Διαφορετικά, δεν έχει νόημα ούτε και οι γονείς θα πετύχουν κάτι. Η οικογένεια οφείλει να συζητά με πειστικό τρόπο το ζήτημα και να καταλήγει σε κοινή απόφαση, έχοντας πάντοτε κατά νου ότι όρια δεν νοούνται μόνον για τη χρήση tablet ή υπολογιστή» κατέληξε κλείνοντας η ψυχίατρος Στέλλα Χρηστίδη.