Ένα πρωινό, του Δεκέμβρη του 1824, ο Γεώργιος Ψύλλας δέχτηκε στο σπίτι του, την επίσκεψη ενός Άγγλου που του ενεχείρησε ένα κομμάτι χαρτί, λέγοντας ότι είναι γραμμένο πάνω σ’ αυτό ένα ποίημα, που έγραψε μία γυναίκα και αφορά τον θάνατο του Λόρδου Βύρωνα.
Του Τάσου Κ. Κοντογιαννίδη
akontogiannidis@yahoo.gr
Λίγο καιρό πριν, (Μεγάλη Πέμπτη 10-4-1824), είχε φύγει από τη ζωή ο μεγάλος φιλέλληνας λόρδος Βύρων και ο θάνατος του είχε συγκλονίσει τους Έλληνες. Ο Γεώργιος Ψύλλας δημοσίευσε το ποίημα, στο υπ’ αριθ. 32 φύλλο της εφημερίδας που εξέδιδε: «Εφημερίς Αθηνών» την 19-12-1824, χωρίς να ξέρει ποια γυναίκα το έγραψε, γράφοντας ότι «το τραγούδι τούτο είναι ποίημα μιας γυναικός Ελληνίδος»
Όμως θα μαθευτεί αργότερα η άγνωστη γυναίκα που το έγραψε, ήταν το κορίτσι που είχε ερωτευθεί τρελά και υπέφερε ο Βύρων πριν από 13 χρόνια και το παρέδωσε ο άγγλος αξιωματικός Τζαίημς Μπλάκ που είχε παντρευτεί την Τερέζα και το βρήκε στα προσωπικά της αντικείμενα.
Η Τερέζα – Θηρεσία Μακρή, ήταν ένα όμορφο μορφωμένο κορίτσι που γοήτευσε τον νεαρό Λόρδο. Έμενε στου Ψειρή (Παπανικολή και Αγίας) και ήταν κόρη του υποπρόξενου της Αγγλίας Προκόπη Μακρή και της Ταρσίας και είχε άλλες δύο αδελφές, την Μαριάννα (Ντουντού χαϊδευτικά) και την ξανθή Κατίγκω. Ο Προκόπης πέθανε το 1799 σ’ ένα ταξίδι στο Μωριά όπου αρρώστησε, όταν η Τερέζα ήταν τριών ετών.
Εκείνο το διάστημα κατέφθαναν στην Αθήνα Άγγλοι περιηγητές κι επειδή δεν υπήρχε ξενοδοχείο έμεναν στο αρχοντόσπιτο. Έτσι τα Χριστούγεννα του 1809 ήρθε στο αρχοντικό της κονσολίνας Ταρσίας και νοίκιασε δωμάτιο ένα 22χρονο παλικάρι, γαλανομάτης, σγουρομάλλης, με άσπρο δέρμα που τον σύστησε μεσίτης: Άγγλος ευγενής, λόρδος Γεώργιος Νόελ Γόρδων Βύρων.
Τον χαιρέτησαν όλοι με σεβασμό, αλλά η ματιά του ξένου καρφώθηκε στη μικρή 13χρονη Τερέζα και θαμπώθηκε! Γράφει τότε σε φίλο του «Πεθαίνω από αγάπη για τρεις ελληνοπούλες αδελφές, που καμιά της δεν είναι πάνω από 15 ετών». Και αφού καταστάλαξε ποια ήθελε, λέγει στην Τερέζα «Σε αγαπώ, πεθαίνω για σένα!» Εκείνη τάχασε, αλλά όταν συνήλθε άρχισε η καρδιά της να χτυπά για τον Λόρδο, που της ορκίζεται αιώνια αγάπη. Η Τερέζα δεν τον πιστεύει κι εκνευρίζεται. Τότε ο Λόρδος για να την συγκινήσει, αυτοπληγώνεται με ένα στιλέτο στο στήθος! Η Τερέζα έκανε την αδιάφορη, γιατί λογάριαζε, πως αυτό ήταν ένας δίκαιος φόρος, στην ομορφιά της…
Μια μέρα ο ερωτιάρης Λόρδος, πήρε την μητέρα της Τερέζας Ταρσία και της είπε ότι θέλει την παντρευτεί τη κόρη της. Εκείνη αρνήθηκε λέγοντας. «Ευχαριστώ για την τιμή μα είναι πολύ μικρή, όταν μεγαλώσει, βλέπουμε…» Και ο λόρδος απογοητευμένος απαντά: « Μα πώς μπορώ να υπομείνω;» Μέσα στην απελπισία του επεχείρησε να την κλέψει. Το είπε σε φίλους του, το έμαθε η Ταρσία κι έτρεξε ενημέρωσε τον Ρώκ (είχε νυμφευθεί την αδελφή του ανδρός της), ο οποίος πήρε την Τερέζα στο σπίτι του.
Ο Λόρδος κόντευε να τρελαθεί. Έφυγε στις 4-3-1810 στην Κωνσταντινούπολη και όταν επέστρεψε, έμενε στην Μονή Καπουτσίνων στην Πλάκα και της έγραψε το ποίημα « Η κόρη της Αθήνας», στο οποίο ζητεί από την Τερέζα, πριν χωρίσουν, να της δώσει πίσω την καρδιά του, που του την πήρε… Της γράφει ότι την αγαπάει για τις παιχνιδιάρικες μπούκλες των μαλλιών της, που η πνοή του Αιγαίου τις κυνηγάει, για τα όμορφα της βλέφαρα, για τα μάτια της τα λάγνα που μοιάζουν με ζαρκαδιού, για τα γλυκά της χείλη, για τη σφιχτοδεμένη μέση της…
Και κατέληγε: «Κορίτσι της Αθήνας! Τώρα πια έφυγα. Να με θυμάσαι μοναχή, γλυκιά μου. Κι αν φύγω στη Σταμπούλ, μα εξουσιάζει μου. Η Αθήνα την ψυχή και την καρδιά μου. Να πάψω ν’ αγαπώ σε, τούτο δεν μπορώ. Ζώη μού σας αγαπώ» ( 1810-1811) Byron (δεν ήξερε τότε καλά ελληνικά…)
Η Τερέζα, παντρεύτηκε αργότερα τον Άγγλο αξιωματικό Τζαίημς Μπλάκ κι απέκτησε την Καρολίνα. Ένα πρωινό μαθαίνει ότι ο άνδρας που την ερωτεύτηκε τρελά, έφυγε από τη ζωή. Την τύλιξε αμέσως η λύπη και κλεισμένη στο σπίτι άρχισε να γράφει στίχους για εκείνον… Αυτό το χαρτί με τους στίχους βρήκε ο σύζυγος της και το παρέδωσε στον Ψύλλα, πριν εγκαταλείψει την Τερέζα, που πέθανε φτωχή και μόνη στα 78 της στο Μεταξουργείο…. Ιδού το ποίημα που έγραψε:
«Εις τον θάνατον του Λόρδου Βάϊρον»
« Τους λαμπρούς ύμνους της νίκης αφίνων
Κλαυθμόν ήχεί Ηρώων ο Στρατός,
Πικρά λυπούνται ψυχαί των Ελλήνων,
Τα’ ακούει μακρόθεν και χαίρ’ ο εχθρός
Ο φίλος ήλθε πλην μόλις τον είδαν
Σκάφτουν κλαίοντες τον τάφον αυτού.
Ιδού το τέλος ενδόξων ελπίδων
Και το Τροπαίον θανάτου σκληρού!
Ηλθε να πνεύση ως άλλος Τυρταίος,
Εις κάθε στήθος Πολέμων ορμήν.
Πλην φεύ! ο Βάρδος ελπίσας ματαίως,
Ιού μέν’ εις αιώνιον σιωπήν.
Ως δένδρον κείτ’ όπ’ εκόσμει μεγάλως,
Την κορυφήν Μουσικού Παρνασσού.
Νύν προ ποδών φθείροντάς του το κάλλος,
Πνοή το έρριψ’ ανέμου σφοδρού.
Ελλάς, εάν το σώμα τ’ η Αγγλία,
Να φέρ’ εις μνήμα ζητά Πατρικόν.
Ειπέ, Μουσών ώ Μητέρα γλυκεία,
«Είναι τέκνον μου ο υιός των Μουσών».
«Καταφρονών των ερώτων τους θρήνους,
Ηδονής μην ακούων την φωνήν,
Εζήτ’ εδώ Ηρώων τους κινδύνους,
Τάφον ας έχ’ Ηρώων ς’ την γήν.»
*Το ιστορικό αυτό άρθρο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Real News»