Τέτοια μέρα, πριν από 44 χρόνια, έφυγε από τη ζωή, ο ποιητής Κώστας Βάρναλης (Μπουμπούς το κανονικό), αφού δυο ώρες πριν το φευγιό του, έζησε για λίγο ευχάριστες στιγμές.
akontogiannidis@yahoo.gr
Ήταν 16 Δεκεμβρίου 1974, όταν στο κατάμεστο θέατρο «Αλίκη» στην Αθήνα, πλήθος ανθρώπων των γραμμάτων συγκεντρώθηκαν για να τιμήσουν σε εκδήλωση της Ενώσεως Συντακτών, τον ποιητή των «Μοιραίων», από τα πρώτα και ιδρυτικά μέλη της, Κώστα Βάρναλη.
Ο ίδιος δεν παρέστη στην εκδήλωση, γιατί ήταν άρρωστος σε κλινική στους Αμπελοκήπους. Μίλησαν για την έργο του, ο πρόεδρος της ΕΣΗΕΑ Σπύρος Γιαννάτος και ο πρόεδρος του ΕΔΟΕΑΠ Γ. Καράντζας που αναφέρθηκαν και στην απόλυση του ως γυμνασιάρχη το 1925, από τον δικτάτορα Πάγκαλο και αναγκάστηκε να ασχοληθεί με την δημοσιογραφία.
Στον ποιητή Βάρναλη αναφέρθηκε ο Νικηφόρος Βρεττάκος, ενώ ο Γιάννης Ρίτσος και οι ηθοποιοί Μάνος Κατράκης και Ελένη Χατζηαργύρη διάβασαν ποιήματα του. Στην εκδήλωση παρούσα και η σύζυγος του Βάρναλη Δώρα Μοάτσου, που μαζί με τον Γιαννάτο μετά την εκδήλωση, μετέβησαν στην κλινική και του παρέδωσαν το χρυσό μετάλλιο, την μεγάλη αυτή τιμητική διάκριση. Αισθάνθηκε μεγάλη χαρά κρατώντας στα χέρια του το μετάλλιο. Μετά ζήτησε να τον αφήσουν μόνο γιατί ένοιωθε κουρασμένος και δυο ώρες μετά, έσβησε…
Ο Κώστας Βάρναλης γεννήθηκε στην Βάρνα της Βουλγαρίας το 1884, ήλθε στην Αθήνα, ασχολήθηκε με τα γράμματα και διορίστηκε καθηγητής σε γυμνάσιο. Το 1911 γνωρίζει την Έλλη Αλεξίου, μαθήτρια στο Αρσάκειο. Σε συνέντευξη που της πήραμε το 1982 με τον αείμνηστο συνάδελφο μου Μάνο Χωριανόπουλο για την «Ακρόπολη», μας είπε:
«Ο Βάρναλης ήταν πολύ πατριώτης, βασιλικός ως το κόκαλο και Γερμανόφιλος, σε σημείο που με προβλημάτισαν πολύ τα φρονήματα του εκείνα, όταν αργότερα με ζήτησε από τον πατέρα μου».
Ο δεσμός του με την Λιλίκα (Έλλη) έπαψε τον επόμενο χρόνο, να είναι γνωριμία, όταν ο Κώστας πήγε στην Κρήτη καλεσμένος του Καζαντζάκη (είχε σύζυγο την αδελφή της Έλλης) και την ζήτησε από τον πατέρα της για να την παντρευτεί. Καθημερινά έκαναν μακρινούς περιπάτους στο Κρώσι (εκεί έμενε ο Καζαντζάκης) καβάλα στα μουλάρια, προς το Μοναστήρι της «Κυράς της Παναγιάς». Πέρασαν μέρες χωρίς να της πει κουβέντα και εκείνη δεν ήξερε τι σκέφτεται γι αυτήν. Κρυφός έρωτας μεταξύ τους…
Ξαφνικά ένα βράδυ παρέα με συντροφιά φίλων, όταν άναψε το γλέντι, της λέει: «Αν σε ζητήσω από τον πατέρα σου, θα δεχθείς;» Η Λιλίκα έμεινε άναυδη. Τον κοίταξε στα μάτια και του είπε « Θα το μετανιώσεις αύριο… νομίζω αυτήν την ώρα μιλάει το κρασί…» Και ο Βάρναλης της απαντά: «Δεν πίνω ποτέ κρασί . Ήπια απόψε για να σου μιλήσω…»
Την άλλη μέρα ο Βάρναλης συνάντησε τον πατέρα της Στέλιο, που αρνήθηκε την πρόταση του λέγοντας «σπουδάζω δυο παιδιά στην Αθήνα και δεν είμαι σε θέση να αντιμετωπίσω τώρα θέμα γάμου. Μπορεί να το κουβεντιάσουμε μετά από 3-4 χρόνια…»
Ο Κώστας και η Λιλίκα χώρισαν ένα βροχερό απόβραδο του 1917 από ένα τίποτα. Κάτι πήγε να του πει κι εκείνος δεν έδωσε σημασία κι έφυγε… Ο Βάρναλης νόμιζε ότι η στάση της Λιλίκας ήταν υπαγορευμένη από τον Μάρκο Αυγέρη και της είπε ότι της έκανε μάθημα να χωρίσουν… Προσπάθησε να τον πείσει ότι κάνει λάθος, έβαλε μεσολαβητές, αλλά εκείνος ήταν αμετάπειστος…
Τα επόμενα χρόνια ο Βάρναλης σε σπουδές του στο Παρίσι ακολουθεί το ρεύμα της εποχής και γίνεται κομμουνιστής. Μάλιστα επί δικτατορίας όταν τον κάλεσαν στην Αστυνομία τον ρώτησαν: Πού μένετε; Απάντησε: «Εκεί που ήρθατε και με βρήκατε!» Και ποιο είναι το πολιτικό σας πιστεύω; Απάντησε: «Αμάν βρε παιδιά, όλο τα ίδια ρωτάτε! Σας το έχω ξαναπεί, είμαι κομμουνιστής!».
Τα παλιά χρόνια ο Βάρναλης, σύχναζε με φίλους του σε ταβέρνες, όπως στου Μπάρμπα Γιάννη στον Άγιο Παύλο, στον Σταθμό Λαρίσης. Εκεί πήγε με τον φίλο του Αλέκο Γιάνναρο, διευθυντή του «Εμπρός», ήρθαν στο κέφι και στο τέλος βγάζει από την τσέπη του ένα χαρτί, όπου είχε γραμμένο το ποίημα «οι Μοιραίοι» και λέει: «Αλέκο στο χαρίζω, είναι οι αναμνήσεις από το γλέντι μας στην «Αντριώτικη» ταβέρνα του Πειραιά». Ο Γιάνναρος το πήρε και το δημοσίευσε την επομένη στο «Εμπρός». Είναι αυτό που μελοποίησε ο Μίκης Θεοδωράκης…
*Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα “Real News”