Όταν σωρευθεί εύφλεκτη ύλη, ένας σπινθήρας αρκεί για να ανάψει τη φωτιά. Κάτι τέτοιο συνέβη και στην Πελοπόννησο, την άνοιξη του 1821, παρά τους σχεδιασμούς. *
Ο γέρο Ασημάκης Ζαΐμης, προεστός των Καλαβρύτων, είχε στην υπηρεσία του δύο παλαιούς κλέφτες, τον Χονδρογιάννη και τον Πετιώτη.
Ήταν και οι δύο μυημένοι στη Φιλική Εταιρεία και γνώριζαν την προπαρασκευή του Αγώνα.
Την 15η Μαρτίου 1821 ο Ζαΐμης γευμάτιζε μαζί με τους δύο έμπιστούς του στο χωριό του, την Κερπινή.
Η συζήτηση άρχισε με τον γέροντα να ρωτά: «τι νέον;».
Εκείνοι αποκρίθηκαν, ότι είχαν πληροφορίες πως την επομένη θα πήγαινε στην Τρίπολη ο Σεηδής Λαλιώτης, μεταφέροντας χρήματα του δημοσίου και ότι -αν είχαν την άδειά του – θα μπορούσαν να τον κτυπήσουν στον δρόμο και να φέρουν τα χρήματα στον Ζαΐμη προκειμένου να χρησιμοποιηθούν στον Αγώνα.
Κατά τον Σπυρίδωνα Τρικούπη, ο γεροπρόκριτος «ολιγολογώτερος και αυτών των παλαιών Σπαρτιατών, τους εκύτταξεν ασκαρδαμυκτί, τοις ένευσε να τον κεράσωσι και αφ΄ου έπιεν εις την ελευθερίαν της πατρίδος, έκαμε τον σταυρόν του και τοις είπε στην ευχή μου παιδιά». **
Η παραπάνω συζήτηση και το επεισόδιο που ακολούθησε είναι μια λεπτομέρεια που δίνει την εικόνα της κατάστασης που επικρατούσε στην Πελοπόννησο τις παραμονές της Επανάστασης.
Την ίδια στιγμή, όμως, ως περιστατικό, είναι αποκαλυπτικό των δομών που λειτουργούσαν στην περιοχή με τη δεσπόζουσα θέση των προκρίτων στην προεπαναστατική Ελλάδα.
Πηγές: * Τρικούπης. Σ., «ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ» τόμος 1ος (Λονδίνο έκδοσις δευτέρα), σελ.57
** Τρικούπης. Σ., «ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ» τόμος 1ος (Λονδίνο έκδοσις δευτέρα), σελ.57