Τον Ιούλιο του 1792 επιτέθηκε ο Αλή Πασάς των Ιωαννίνων στο Σούλι. Το τουρκαλβανικό στράτευμα αριθμούσε περί τους δέκα χιλιάδες άνδρες ενώ σθεναρή αντίσταση αντέταξαν όχι περισσότεροι από δυο χιλιάδες Σουλιώτες. Στην ομιλία του Αλή Πασά πριν τη μάχη ορίστηκε αμοιβή πεντακόσια γρόσια για κάθε τουρκαλβανό που θα έμπαινε στο Σούλι.

Οι αμυνόμενοι αποφάσισαν να πολεμήσουν στη ράχη της Κιάφας.
Οι τουρκαλβανοί επιτέθηκαν αλαλάζοντες και οι Σουλιώτες οπισθοχωρούσαν μέχρι να φτάσουν στις θέσεις άμυνας. Μετά από πολύωρη μάχη υπό τον καυτό ήλιο του Ιουλίου τα δύο στρατεύματα εξαντλήθηκαν.
Ακόμα και τα ντουφέκια, από τη διαρκή χρήση, ήταν πλέον άχρηστα. Η ησυχία που επικράτησε ανησύχησε τις Σουλιώτισσες οι οποίες βρίσκονταν πίσω από τους μαχόμενους άνδρες τους.
Θεώρησαν ότι οι τουρκαλβανοί νίκησαν.
Η Μόσχω Τζαβέλλα, γυναίκα του Λάμπρου, έθεσε το ρητορικό ερώτημα αν προτιμούσαν να πεθάνουν ή να αιχμαλωτιστούν. Αποφάσισαν ν΄ αφήσουν πίσω τις ηληκιωμένες και τα παιδιά, δίνοντας την εντολή να πετάξουν τα παιδιά στο γκρεμό αν δεν γυρίσουν. Τριακόσιες γενναίες γυναίκες επιτέθηκαν με ορμή στους τουρκαλβανούς οι οποίοι απορημένοι οπισθοχώρησαν.
Ο Αλή Πασάς, παρακολουθώντας τη μάχη φέρεται να τραβάει τα μαλλιά της κεφαλής του.
Η επίθεση των γυναικών διέλυσε το τουρκαλβανικό στράτευμα το οποίο αποτελείτο από εμπειροπόλεμους άντρες. Οι τουρκαλβανοί έχασαν δυο χιλιάδες άντρες ενώ οι Σουλιώτες εβδομήντα τέσσερις. Μόλις το ένα τρίτο των τουρκαλβανών κατάφερε να επιστρέψει στα Γιάννενα με τον οπλισμό του.*
* Πηγή: Περραιβός, Ιστορία του Σουλίου, Εκδόσεις Π.Δ. Σακελλαρίου, Αθήνα, Κεφ. Ζ, σ. 33-37.
