«Από τις αρχές του Ιανουαρίου του 1821, αφού τα πάντα ωρίμασαν, άρχισαν να έρχονται οι Έλληνες στα σπίτια τους από τα ξένα, από Ρωσία, Βλαχία, Κωνσταντινούπολη, Σμύρνη και από άλλα μέρη, προκειμένου να λάβουν μέρος κατά την αποφασισθείσα ημερομηνία έναρξης του Αγώνα». *
Κατά την περίοδο αυτή «Ό,τι άκουαν οι Έλληνες περί ελευθερίας το επίστευαν και εφαρμόσθη η κοινή παροιμία: Να μου λέγεις ό,τι αγαπώ και το πιστεύω». **
Οι Τούρκοι, βλέποντας την κίνηση των Ελλήνων, παρατήρησαν ότι η καθημερινότητα τους είχε αλλάξει και μαζεύονταν σε διάφορα μέρη.
Λόγω αυτής της αλλαγής πονηρεύτηκαν και χρησιμοποίησαν μύρια τεχνάσματα για να ξεσκεπάσουν το σχέδιο: Υπόσχονταν να τους δώσουν χρήματα για να αγοράσουν ζώα, να τους χαρίσουν χωράφια, τους βάπτιζαν τα παιδιά, τους καλοείχαν και τους έδειχναν ότι τάχα τους αγαπούν.
Οι Έλληνες όμως απαντούσαν ως εξής: «Αγάδες από μας δεν είναι τίποτε, αυτά δεν είναι δικά μας πράγματα, τα διαδίδουν οι φίλοι του Αλή Πασά, για να μας ενοχοποιήσουν, εμάς τους πιστούς δούλους του Σουλτάνου, για να κατορθώσουν να συγχωρήσει ο Σουλτάνος τον Αλή και να τον στείλει πίσω στην Πελοπόννησο. Ξεχάσατε τα περασμένα όπου μας έκαμαν οι Αρβανίτες και δυσκολευτήκαμε να τους βγάλουμε από τον Μοριά».
Με αυτή την αναφορά στη σφαγή που ακολούθησε τα Ορλωφικά, κατάφεραν οι Έλληνες να κερδίσουν τον απαιτούμενο χρόνο.
Πηγές: * Φωτάκος Απομνημονεύματα σελ. 7
** Φωτάκος Απομνημονεύματα