Σοβαρός, λιγομίλητος, σταράτος και σχεδόν πάντα υποδυόμενος ανθρώπους κοινωνικής ισχύος στις ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου , ο Θάνος Τζενεράλης είχε μια διαφορετική περσόνα (ή μάλλον πολλές, όπως και οι ρόλοι του) στο θέατρο, του οποίου παρέμεινε ταπεινός υπηρέτης.
Γεννήθηκε το 1910 στην Αθήνα και τελείωσε την σχολή υποκριτικής του Ωδείου Αθηνών όπου εντυπωσίασε με τις φωνητικές ικανότητές του. Από εκεί του έμεινε και το προσωνύμιο «η φωνή» η οποία τον ακολούθησε στην υπόλοιπη καριέρα του. Άλλωστε ως βαρύτονος έκανε τα πρώτα βήματά του στην οπερέτα και γενικότερα στο μουσικό θέατρο, ενώ επί μία ολόκληρη δεκαετία και μέχρι το 1950 υπήρξε μόνιμο μέλος της Εθνικής Λυρικής Σκηνής.
Στη συνέχεια πέρασε με επιτυχία στην μεγάλη οθόνη ακολουθώντας την άνθιση του ελληνικού σινεμά που ως γνωστόν εκείνη την εποχή αναζητούσε –πέρα από τους πρωταγωνιστές ή τους κομπάρσους- και καρατερίστες ηθοποιούς, δηλαδή άτομα που θα μπορούσαν να ερμηνεύσουν πολύ συγκεκριμένους ρόλους. Για τον Θάνο Τζενεράλη το… υποκριτικό «κοστούμι» δεν ήταν άλλο από αυτό του σοβαρού και μετρημένου. Συνήθως τον συναντάμε ως δικαστικό, στρατιωτικό ή ακόμη και αστυνομικό, όπως για παράδειγμα στην θρυλική κωμωδία «Ηλίας του 16ου» όπου υποδύεται τον άτεγκτο και βλοσυρό διοικητή του Κώστα Χατζηχρήστου που παρακολουθεί τα καμώματα του… οργάνου της τάξης με τον συνεργό του στο… έγκλημα Θανάση Βέγγου.
Μάλιστα ήταν τόσο προσηλωμένος στην δουλειά του που διατηρούσε το δικό του προσωπικό βεστιάριο με στολές προκειμένου να είναι όσο το δυνατόν πιο πειστικός στο ρόλο του. Λένε κιόλας ότι δεν ήταν λίγες οι φορές που μετά από κάποια παράσταση, δεν άλλαζε καν, με αποτέλεσμα να κυκλοφορεί στους δρόμους ντυμένος στρατηγός και να… διασκεδάζει με φανταράκια που του… βάραγαν προσοχές καθώς περνούσε από μπροστά τους!
Από τις 31 ταινίες στις οποίες συναντάμε το όνομά του στους συντελεστές (κάποιες φορές αναφερόμενος και ως Γκενεράλης) στις περισσότερες υποδύεται τον αστυνομικό, ενώ δεν είναι τυχαίο πως ως τέτοιος εμφανίστηκε και στο κινηματογραφικό ντεμπούτο του το 1949, με το φιλμ «Τελευταία αποστολή». Ωστόσο πιο χαρακτηριστικές είναι άλλες ερμηνείες του σε παραγωγές όπως τις «Έλα στο θείο» (1950) δίπλα στον Σταυρίδη και τον Φωτόπουλο, «Ο μεθύστακας» (επίσης την ίδια χρονιά) με τον Ορέστη Μακρή, «Σάντα Τσικίτα» (1953) και «Δεσποινίς ετών 39» (1954), όπου παίζει στο πλευρό του Βασίλη Λογοθετίδη, «Μια ζωή την έχουμε» (1958) με τον Δημήτρη Χορν, «Μανταλένα» (1960) μαζί με την Αλίκη Βουγιουκλάκη και φυσικά στο «Ο Ηλίας του 16ου» την προηγούμενη χρονιά.
Όταν ο ρόλος δεν απαιτούσε στολή, ο Θάνος Τζενεράλης συνήθως υποδυόταν τον μοναδικό… σοβαρό της παρέας, την φωνή της λογικής που προσπαθούσε να νουθετήσει τους υπόλοιπους, ενώ το 1961 παίζει τον εφοπλιστή στο φιλμ «Φτωχαδάκια και λεφτάδες» που ουσιαστικά σηματοδοτεί την απόσυρσή του από την μεγάλη οθόνη καθώς επανήλθε μόνο το 1975 για να πρωταγωνιστήσει (επιτέλους) στο «Χρονικό μιας Κυριακής» του Τάκη Κανελλόπουλου όπου υποδύεται τον μπαρμπα-Στρατή, έναν αμαξά, σε ένα βαθιά μελαγχολικό φιλμ που καταπιάνεται με ιστορίες μοναχικών ανθρώπων.
Μετά το 1961 και για 20 ολόκληρα χρόνια ο Θάνος Τζενεράλης αφιερώνεται ολοκληρωτικά στο θέατρο, όπου διαπρέπει με εντελώς διαφορετικό υποκριτικό προφίλ από αυτό με το οποίο έγινε ευρύτερα γνωστός στο σινεμά. Για εκείνον έργο ζωής αποτελεί το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδας του οποίου μάλιστα υπήρξε ιδρυτικό στέλεχος. Εκείνη την εποχή άφησε πίσω του την Αθήνα και βρέθηκε στην συμπρωτεύουσα όπου έδωσε όλο του το είναι σε ρόλους κλασικού ρεπερτορίου, αρχαίας τραγωδίας και σύγχρονων ελληνικών και ξένων έργων. Εκεί πραγματικά μπόρεσε να ξεδιπλώσει το πλούσιο ταλέντο του και να δείξει ολόκληρη την γκάμα των δυνατοτήτων του.
Μάλιστα ήταν τέτοιο το πάθος, η αφοσίωση και η προσήλωσή του στην ίδια την Τέχνη που ούτε θέματα υγείας δεν ήταν ικανά να τον σταματήσουν. Απολύτως χαρακτηριστικό αυτής της στάσης του είναι το γεγονός ότι μια περίοδο είχε τραυματιστεί αρκετά σοβαρά και οι γιατροί του συνέστησαν ανάπαυση και αποχή από την δουλειά, αλλά εκείνος δεν ήθελε ούτε να ακούσει ότι θα σταματούσαν οι παραστάσεις. Έτσι, πέρασε τους επόμενους 8 μήνες (δηλαδή μια πλήρη θεατρική σεζόν) συνεχίζοντας να παίζει, φορώντας σιδερένιο κορσέ επί σκηνής, χωρίς ποτέ να παραπονεθεί ή να αφήσει τους θεατές να καταλάβουν τον πόνο και τις δυσκολίες που αντιμετώπιζε.
Όλα αυτά κράτησαν μέχρι το 1981 όταν πλέον σε ηλικία 71ός ετών συνταξιοδοτήθηκε και άφησε πίσω του την αγαπημένη του Θεσσαλονίκη για να επιστρέψει στην Αθήνα. Στην πρωτεύουσα έμεινε στην Βουλιαγμένη δίπλα στην γυναίκα του και κοντά στην μονάκριβη κόρη τους, χωρίς ποτέ να απασχολήσει τα φώτα της δημοσιότητας, μέχρι στις 5 Μαρτίου 1989 όταν και έφυγε από την ζωή ήσυχα όπως την έζησε…