Ξεκαθάρισμα της κατάστασης σε ότι αφορά τις ευθύνες που έχει η Αυτοδιοίκηση στο θέμα που ανέκυψε σχετικά με το ποιος έχει την ευθύνη για το κόψιμο και το κλάδεμα των δέντρων έκανε η Κεντρική Ένωση Δήμων Ελλάδος.
Ειδικότερα με ανακοίνωση της η ΚΕΔΕ επισημαίνει ότι οι δήμοι δεν φέρουν καμία ευθύνη για τα δέντρα που βρίσκονται κάτω από τις γραμμές – δίκτυο μεταφοράς ρεύματος. Την ευθύνη έχει αποκλειστικά ο ΔΕΔΔΗΕ ο οποίος μάλιστα ένα μήνα την “Μήδεια” είχε ενημερώσει εγγράφως την ΚΕΔΕ για το θέμα.
Αναλυτικά η ανακοίνωση της ΚΕΔΕ για την όλη κατάσταση που δημιουργήθηκε σχετικά με την αρμοδιότητα των δέντρων έχει ως εξής:
“Οι Δήμοι δεν φέρουν καμία ευθύνη για το κλάδεμα ή κόψιμο των δέντρων κατά μήκος των γραμμών μεταφοράς ενέργειας, όπως προκύπτει και από τον Κανονισμό Εγκαταστάσεων και Συντήρησης Υπαίθριων Γραμμών Ηλεκτρικής Ενέργειας, ΦΕΚ 608/Β/6.10.67 Αρ. 281. Προφανώς και θα βοηθήσουν οποιαδήποτε τέτοια πρωτοβουλία από την πλευρά του ΔΕΔΔΗΕ, προφανώς και οφείλουν να επισημάνουν προβλήματα στο δίκτυο, όταν αυτά υποπίπτουν στην αντίληψή τους. Άλλωστε και με πρόσφατο (15.01.2021) έγγραφο προς τους Δήμους και Δασαρχεία του Βόρειου Τομέα της Αττικής, ο ΔΕΔΔΗΕ ζητά αυτό ακριβώς, καθώς και την υπόδειξη χώρου εναπόθεσης της ξυλείας που θα προκύψει.
Δεν οφείλονται όλες οι διακοπές ρεύματος σε πτώσεις δέντρων
Αντικειμενικά, οι Δήμοι του αστικού συγκροτήματος δεν έχουν όλο αυτό το στόλο των μηχανημάτων, για να καθαριστούν οι δρόμοι μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα και ενόσω η κακοκαιρία ήταν σε εξέλιξη. Πολύ περισσότερο, γερανούς και άλλο εξοπλισμό για τον τεμαχισμό και την απομάκρυνση των πεσμένων κορμών.
Τέλος, θα πρέπει να επισημάνουμε ότι σε πάρα πολλές περιπτώσεις, η διάγνωση της προβληματικής στατικότητας των δέντρων, δεν είναι ούτε τόσο εύκολη ούτε τόσο προφανής, όπως και η ύπαρξη ασθενειών του ριζικού συστήματος. Δεν είναι τυχαίο ότι πάρα πολλά από τα δέντρα που έπεσαν, δεν έσπασαν αλλά ξεριζώθηκαν. Ακόμη πάντως κι αν ένας Δήμος κρίνει ότι κάποιο δέντρο πρέπει να κοπεί, αυτό δεν είναι εύκολο. Αφού ξεπεράσει τα πάσης φύσεως προβλήματα με τοπικού χαρακτήρα αντιδράσεις, με βάση την ισχύουσα νομοθεσία πρέπει να προηγηθούν μια σειρά από ενέργειες όπως αποφάσεις των Δημοτικών Συμβουλίων ή άδεια από το οικείο Δασαρχείο για τη διάθεση της ξυλείας κλπ.
Συνεπώς ακόμη και στον τομέα της πρόληψης, τα εμπόδια είναι πολλά. Πρεπει να τονίσουμε ότι οι Δήμοι, σε κάθε εμφάνιση ακραίων καιρικών φαινομένων βρίσκονται στην πρώτη γραμμή αντιμετώπισης, παρά το γεγονός ότι δεν διαθέτουν ούτε τον απαραίτητο εξοπλισμό, ούτε το προσωπικό, αλλά ούτε κι ένα ευέλικτο θεσμικό πλαίσιο που να τους λύνει, κι όχι να τους δένει τα χέρια. Αλλά το κυριότερο, βρίσκονται και την επόμενη μέρα στο πλευρό των πολιτών των τοπικών μας κοινωνιών, που έχουν δοκιμαστεί απο τα φαινόμενα αυτά. Επειδή οι ώρες αυτές παραμένουν κρίσιμες, δεν είναι κατάλληλες ούτε για την εξαγωγή συμπερασμάτων αλλά ούτε και για τη δημιουργία κατηγορητηρίων. Το σίγουρο είναι πως η χώρα μας είναι απαραίτητο να αποκτήσει έναν αποτελεσματικό μηχανισμό πολιτικής προστασίας, σαν και αυτόν που περιγράφεται στην πρόσφατη νομοθεσία. Τέτοιο που θα δίνει έμφαση στην πρόληψη κι όχι στην εκ των υστέρων διαχείριση, στον οποίο θα συμμετέχουν με υπευθυνότητα όλοι οι φορείς που εμπλέκονται στη διαχείριση έκτακτων καταστάσεων, καθώς και η αυτοδιοίκηση, με ξεκάθαρους ρόλους κι αρμοδιότητες ο καθένας. Ο μηχανισμός αυτός, εκτός από νομοθέτηση, θέλει και χρηματοδότηση, την οποία περιμένουμε το επόμενο διάστημα από τα διαθέσιμα χρηματοδοτικά εργαλεία.”