Η Λένη πέθανε στις 22 Απριλίου του 2015. Την Παγκόσμια Ημέρα της Γης. Κάθε μέρα τη γη δούλευε, τη γη αγάπαγε, οπότε θα’ τανε ανάρμοστο να πεθάνει άλλη μέρα. Είχε φτάσει στα 90 αν και κανείς δεν μπορεί να πει με σιγουριά.
Ο Ιάσονας δεν είχε κλείσει ούτε καν τα 5. Τον θαύμαζε – έλεγε ότι είναι ένα παιδί “μορφωμένο”: τότε ζωγράφιζε ασταμάτητα κι εκείνη πίστευε ότι ήξερε ήδη να γράφει.
Η ίδια δεν ήξερε ούτε να γράφει ούτε να διαβάζει. Είχε όμως ένα μυαλό ξουράφι. Κάθε απόγευμα άναβε την τηλεόραση, έφερνε την καρέκλα της κοντά κοντά στην οθόνη και έβαζε το κανάλι της Βουλής. Παρακολουθούσε όλες τις συνεδριάσεις κι ας μην άκουγε καλά κι ας καταλάβαινε τα μισά από όσα λέγανε. Είχε πολιτική άποψη ολοδική της, συμπαθούσε τον τάδε εκνευριζότανε με τον δείνα. Κι ήτανε πάντα εύστοχη η άτιμη.
Ύστερα, δεχόταν επισκέψεις από τις φιλενάδες της. Έρχεται η “εταιρεία” έλεγε και γέλαγε κελαριστά. Επικεφαλής η Λένη, μέλη η Νταντίνα, η Νικολέττα, η Φτυχία. Μιλάγανε για πολλά. Μια φορά τις είχα ακούσει να σχολιάζουν τα τεντζερέδια μιας άλλης από την παρέα, που εκείνη την ημέρα απουσίαζε: πώς τα πλένει, με τι τα σκουπίζει. Δεν κουτσομπόλευαν, τις μεθόδους της σχολιάζανε, τις σύγκριναν με τις δικές τους. Η Νταντίνα -η συνονόματή μου- ήταν μια κοντή γεμάτη γυναίκα με καμπούρα. Περπατούσε με δυσκολία, ήταν επώδυνο να την βλέπεις, αλλά ταυτόχρονα πολύ αστείο. Θυμίζε βάτραχο. Τις άλλες δεν τις θυμάμαι πια. Φύγανε πριν απ’ τη Λένη και μαζί τους πήρανε τα ροκέτα, τις ποδιές και τις λευκές μαντήλες τους. Άδειασε ο τόπος.
Η Λένη έτρωγε συγκεκριμένες ώρες, συγκεκριμένη ποσότητα φαγητού, συγκεκριμένο μενού: κρέας ή ψάρι, ψωμί, ντομάτα, τυρί και κάνα δυο ποτηράκια κρασί, κακοτρύγι. Φύλαγε το μποτιλιόνι της σ’ ένα ντουλάπι της κουζίνας πίσω από τα λάδια και τα ξίδια μπας και το δουν τα εγγόνια της και το αποτελειώσουν πριν την ώρα του.
Μια νύχτα βροχερή που λες, η Λένη βγήκε στο χωράφι να μαζέψει λουλούδια. Άρχισε να ρίχνει τουλούμια, σκοτείνιασε ο ουρανός, δεν έβλεπε τη μύτη της. Πώς να γυρίσει; Έπεσε σ’ ένα χαντάκι που όσο περνούσε η ώρα και αγρίευε η βροχή, γέμισε νερό. Έβαλε τις φωνές. Τη βρήκανε στο τσακ. Μετά πήρε την κάτω βόλτα. Ξεπήδησαν προβλήματα υγείας χρόνια, τα πόδια της δεν την βαστούσανε, άσε που άρχισε και να φοβάται.
Είναι πολλά που μπορώ να σου πω ακόμη για εκείνην, δεν έχει σημασία που τα περισσότερα τα’ μαθα αφότου πέθανε. Ακόμη, όπου γυρνάω τη βλέπω να κόβει φασολάκια, να κουβαλάει “βλήτρα” ή φρέσκα σύκα. Την ακούω να με καλημερίζει τραγουδιστά, να μου λέει να προσέχω τις κεντρίνες και να φυλάγομαι απ’ τα “στραβά”, τα κουνούπια.
Η ευγενική μορφή της έχει γίνει ένα με τις ελιές και τις βουκαμβίλιες, με τις σκιές και τον ήλιο και μυρίζει θάλασσα. Τι κι αν δεν έμαθε ποτέ να κολυμπάει;