Της Νίκης Κούκου*
Η ζωή μας είναι καθημερινός και επίπονος αγώνας που έχει ως στόχο «την κατάκτηση του τέλειου». Η σύγχρονή καθημερινότητα και ο τρόπος ζωής που επιτάσσει η πόλη, μας οδηγούν στην υιοθέτηση ρυθμών που απέχουν παρασάγγας από το ανθρώπινο στοιχείο.
Γιατί ο άνθρωπος δεν έχει οδηγίες χρήσης και δεν προγραμματίζεται με κουμπιά. Από το πρωί που θα ξυπνήσουμε μέχρι το βράδυ που θα κοιμηθούμε πασχίζουμε να προλάβουμε τις υποχρεώσεις και να κατακτήσουμε στόχους. Σκοπός μας, να φτάσουμε στο άπειρο από τη μια στιγμή στην άλλη. Καλλιεργούμε μια εικόνα εαυτού, για την οποία πολεμάμε συνεχώς, υπερλειτουργούμε ώστε να τη διατηρήσουμε σε όλες τις περιστάσεις. Ενεργούμε σαν να είμαστε αιώνιοι πάνω στη γη, αψηφώντας τι πραγματικά έχει αξία.
Όμως αλήθεια τι αποκομίζουμε κρατώντας μια τέτοια στάση ζωής; Η συνεχής εγρήγορση παρέχει αρκετά οφέλη στον άνθρωπο ή του στερεί ακόμη περισσότερα; Στο Δυτικό κόσμο, αναμφισβήτητα η τεχνολογία και η επιστήμη εξελίσσονται με ταχύτατους ρυθμούς, παρέχοντας στον άνθρωπο ένα καλύτερο βιοτικό επίπεδο. Δίνοντας ευκαιρίες που ουδέποτε κανείς από τους ανθρώπους κάποιων άλλων χωρών «εν έτη 2017» θα φανταζόταν.
Στην χώρα μας δεν έχουμε πόλεμο, εν καιρώ ειρήνης λοιπόν ενεργούμε έχοντας κάποιες προτεραιότητες, οι οποίες είναι: η εργασία, η μόρφωση, η εικόνα που θα βγάλουμε προς τα έξω, η αποφυγή αρνητικών συναισθημάτων και η παραμέληση αξιών.
Η τάση της συνεχούς προσαρμογής στα νέα δεδομένα εξουθενώνει τον ανθρώπο. Ζούμε για να εργαζόμαστε, δεν εργαζόμαστε για να βγάλουμε τα προς το ζην και να γυρίσουμε σπίτι μας να ξεκουραστούμε, εργαζόμαστε για να φτάσουμε όσο πιο ψηλά μπορούμε. Επιλέγουμε την εργασία με βάση την μισθολογική κλίμακα και όχι την έμπνευση που αρμόζει να αντλήσουμε από αυτή. Βάζουμε σε δεύτερη μοίρα αξίες και οικογένεια και θυσιάζουμε τα θέλω μας στο βωμό της δόξας και της αναγνώρισης.
Ο Καζαντζάκης είχε πει: «Φτάσε όπου δεν μπορείς!», εννοώντας τι; Σίγουρα όχι γίνε καλύτερος επιστήμονας ή αγόρασε το πιο ακριβό αυτοκίνητο ή πήγαινε στις Σεϋχέλλες με διακοποδάνειο.
Εμβαθύνοντας τη σκέψη μου στην παραπάνω φράση, την αποδίδω με τον εξής τρόπο: Ξεπέρασε τον εαυτό σου, γίνε καλύτερος άνθρωπος, απέκτησε ιδεώδη. Γίνε ευτυχισμένος! Ελάχιστα είναι τα πράγματα που προσδίδουν ευτυχία στον άνθρωπο. Στην ουσία δεν είναι υλικά αποκτήματα, είναι αξίες και ιδανικά, είναι συναισθήματα και πράξεις, είναι εικόνες και ακούσματα.
Η τελειότητα δεν υπάρχει, υπάρχουν στιγμές που την αγγίζουμε και άλλες στιγμές που το κυνήγι της φτάνει σε κατάσταση τελειομανίας, όπου αυτή η κατάσταση μόνο άγχος και θλίψη προκαλεί στον άνθρωπο. Στην προσπάθεια να ξεπεράσουμε τον εαυτό μας… εκεί είναι που χάνουμε και το νόημα. Ήταν πάντα έτσι; Είναι παντού;
Δεν ήταν πάντα, για το λόγο ότι οι άνθρωποι κάποτε ζούσαν πιο ήρεμα τηρώντας το θεσμό της οικογένειας και σεβόμενοι τους νόμους της φύσης, του κράτους και του Θεού.
Δεν είναι παντού, για το λόγο ότι σε κάποια σημεία της γης η μόνη αγωνία τους είναι, αν ο χορός της βροχής γύρω από τη φωτιά, θα φέρει αποτελέσματα.
Εν αντιθέσει με τα παραπάνω, η δική μας εποχή, είναι εποχή κρίσης αξιών. Φτάνουμε στην Ιθάκη, ξεχνώντας το μακρύ ταξίδι. Γινόμαστε άριστοι σε κάποιους τομείς με κίνδυνο να υστερούμε σε άλλους. Τι κι αν είσαι τέλειος, αν δεν είσαι χαρούμενος; Η ευτυχία βρίσκεται σε πράγματα απλά, μικρά καθημερινά. Ευτυχία είναι εκεί που θα ακούσεις «Σ’ αγαπώ», είναι εκεί που θα νιώσεις πλήρης χωρίς να κοπιάσεις. Η ευτυχία καραδοκεί μέσα στις ειλικρινείς σχέσεις των ανθρώπων.
Η τελειότητα δεν υπάρχει, ποτέ δεν υπήρξε, υπάρχει μόνο ο αγώνας να φτάσεις στο στόχο. Σίγουρα δεν έχουμε όλοι τα ίδια όνειρα και τις ίδιες απαιτήσεις, όμως έχουμε την ανάγκη της αποδοχής και της αναγνώρισης. Το να ξεπερνάς τον εαυτό σου και να θες να γίνεις καλύτερος είναι εφικτό και χρήσιμο ως προς την εξέλιξη. Σημασία έχει όμως να νιώθεις καλά, όπως κι αν είσαι, όπου κι αν είσαι, όποιος κι αν είσαι.
Τα όμορφα συναισθήματα γεννιούνται στους όμορφους ανθρώπους σε αλληλεπίδραση με τους συνανθρώπους τους. Είναι σημαντικό λοιπόν να είμαστε ευτυχισμένοι κι όχι τέλειοι.
* Συγγραφέας του βιβλίου: «Θα με αγαπούσες για πάντα …είχες πει!»