Αδιανόητα, φρικώδη και αρρωστημένα είναι όλα όσα έρχονται στο φως της δημοσιότητας σε σχέση με τι γινόταν στο σπίτι του αστυνομικού της Βουλής.
Οι αποκαλύψεις είναι συνεχείς, οι εξελίξεις τρέχουν σε όλα τα επίπεδα και μια σειρά από μαρτυρίες ξετυλίγουν όλο κι περισσότερο το κουβάρι των δραματικών γεγονότων. Οι σκέψεις όλων βρίσκονται διαρκώς στα 5 παιδιά της οικογένειας, που για χρόνια, ανέβαιναν μόνα και αβοήθητα τον δικό τους Γολγοθά.
Ο 45χρονος αστυνομικός που κατηγορείται συνολικά για 11 αδικήματα επαναλαμβάνει πως είναι αθώος. Κατά τη διάρκεια της πολύωρης απολογίας του, αρνήθηκε το σύνολο των κατηγοριών και πως κακοποίησε σεξουαλικά τα πέντε παιδιά του. Ανέφερε πως όλα όσα έχουν ακουστεί είναι μυθεύματα της συζύγου του, για την οποία είπε ότι πάσχει από διπολική διαταραχή.
«Αναγκαζόμουν να υπακούσω»
Από την πλευρά της η 35χρονη ισχυρίζεται ότι ζούσε υπό το καθεστώς της απόλυτης τρομοκρατίας από τον άντρα της και ότι αυτός ο τρόμος την εμπόδιζε στο να βάλει ένα τέλος στον εφιάλτη νωρίτερα. Ακραίοι βασανισμοί, βιασμοί, ξυλοδαρμοί και απειλές είναι το αδιανόητο σκηνικό της φρίκης που περιγράφει.
«Όλα ξεκίνησαν λίγο πριν το 2016. Ο σύζυγός μου με ανάγκαζε με τη βία και με απειλές να ασελγήσω σε βάρος των παιδιών μας. Τα κορίτσια ήταν δεν ήταν 5 ετών. Από τον φόβο μου και από το ξύλο που μου έδινε αναγκαζόμουν να υπακούσω. Ούτε τα παιδιά μπορούσαν να αντιδράσουν γιατί τα έδερνε και τα απειλούσε.
Το τελευταίο διάστημα συζητούσα συνεχώς με τις κόρες μου για το τι μπορούμε να κάνουμε για να ξεφύγουμε από αυτή την αρρωστημένη κατάσταση. Τα κορίτσια με παρακαλούσαν να φύγουμε. Τις αρρωστημένες πράξεις του τις κατέγραφε με μία κάμερα που είχε και κάποιες με το κινητό. Επειδή πάντα όμως, έλεγχε και είχε πρόσβαση στα κινητά και στους λογαριασμούς όλων, φοβάμαι μήπως διαγράψει ο ίδιος τα αποδεικτικά στοιχεία ή βάλει τον γιο μας να τα διαγράψει».
Τα πρώτα «σημάδια» κακοποιητικής συμπεριφοράς
Τα πρώτα «σημάδια» κακοποιητικής συμπεριφοράς φάνηκαν από την αρχή της σχέσης τους, εκείνη όμως, όπως λέει, δεν αντέδρασε.
«Το πρώτο μας ραντεβού ήταν στην πλατεία Συντάγματος. Με έστησε. Τον καλούσα και δεν απαντούσε, ώσπου κάποια στιγμή που το σήκωσε μου είπε ”τελικά δε θα έρθω. Άντε γεια!”. Αρκετές μέρες μετά, κανονίσαμε να έρθει να με πάρει από τους κοιτώνες της Σχολής. Με τη μηχανή πήγαμε στο Πόρτο Ράφτη. Από τότε είμασταν μαζί και μάλιστα από την ίδια μέρα πήγα να μείνω στο σπίτι του. Ένα μήνα μετά, είδα το άλλο του πρόσωπο. Θυμάμαι καθόμουν στην αυλή στο σπίτι του και ήμουν στο τηλέφωνο με μια φίλη μου. Κάποια στιγμή είπα μια βρισιά όπως μιλούσα. Όταν το έκλεισα, εκείνος με πλησίασε και μου έριξε ένα πολύ δυνατό χαστούκι. Σάστισα. ”Δεν ανέχομαι η κοπέλα μου να μιλάει έτσι! Τι είσαι; Καμιά του δρόμου;” μου είπε. Δεν αντέδρασα. Το δέχτηκα».
Τα πράγματα χειροτέρευαν, όπως περιγράφει η 35χρονη, μέρα με τη μέρα. Ζευγάρι ακόμα, πριν παντρευτούν. Η βία είχε γίνει καθημερινότητα.
«Όσο περνούσε ο καιρός, τα πράγματα χειροτέρεψαν. Στην αρχή μου έδινε μπουνιές, χαστούκια και κλωτσιές. Μετά άρχισε και η βία στην σεξουαλική πράξη. Έχω σημάδια δίπλα στα φρύδια από τα χτυπήματα με το γκλομπ. Στην πλάτη και το στήθος καψίματα. Με έκαιγε με αναπτήρα και γκαζάκι. Με κεριά. Πάντα του έλεγα ότι δεν θέλω, έκλαιγα απαρηγόρητη αλλά εκείνος ισχυριζόταν ότι είμαι ανήθικη επειδή είχα σχέσεις πριν από εκείνον και ότι έπρεπε να περάσω από δοκιμασίες για να του αποδείξω ότι αξίζω να είμαι μαζί του».