Κάποτε επισκέφθηκε το Μ. Βασίλειο ο παλιός συμφοιτητής του και εκείνη την εποχή αυτοκράτορας Ιουλιανός.
Ο Άγιος του προετοίμασε θερμή υποδοχή και ικανοποιώντας την απαίτηση του αυτοκράτορα του πρόσφερε ότι είχε – τρεις κρίθινους άρτους.
Ο Ιουλιανός που περίμενε χρυσάφι και άλλα πολύτιμα δώρα πειράχτηκε πολύ και για το λόγο αυτό του έστειλε για ανταπόδοση τρεις μπάλες χορτάρι.
Ο άγιος Βασίλειος του απάντησε: «Εμείς βασιλιά μου, από εκείνο που τρώμε καθημερινά καθώς εζήτησες σου προσφέρουμε. Πιστεύουμε ότι το ίδιο έκανες και εσύ. Ότι τρώγει κανείς αυτό προσφέρει και στον άλλο. Σε ευχαριστούμε».
Ο αυτοκράτορας με εμφανή το θυμό απείλησε πως όταν επιστρέψει από τον πόλεμο κατά των Περσών θα καταστρέψει τελείως την Καισάρεια και θα εξαλείψει ακόμα και το όνομά της. Ακούγοντάς τα αυτά ο Άγιος εκάλεσε το λαό και του είπε για τον κίνδυνο του αφανισμού της πόλεως.
Ο Άγιος Βασίλειος επειδή ήξερε ότι ο αυτοκράτορας ήταν πολύ φιλάργυρος σκέφτηκε και είπε στους πιστούς το εξής: «Αδελφοί μου φέρετε ό,τι χρήματα ή χρυσαφικά έχετε, τα οποία όταν επιστέψει ο Ιουλιανός θα ρίξουμε στο δρόμο του, ώστε συναζοντάς τα εκείνος να κατευνάση το θυμό του και να σωθεί η πόλη μας».
Όλοι οι κάτοικοι έφεραν και τοποθέτησαν στο σκευοφυλάκιο τα χρυσαφικά όπως ο άγιος τους είπε. Πληροφορηθείς ο Μ. Βασίλειος ότι επιστρέφει ο Ιουλιανός κάλεσε το λαό σε αγρυπνία στο Ναό της Παναγία στο όρος Δίδυμο. Τα μεσάνυχτα είδαν σε όραμα την Παναγία περικυκλωμένη από φωτεινούς αγγέλους προς τους οποίους είπε: «Καλέσατέ μου τον Μερκούριο να εξαφανίσει από προσώπου της γης τον εχθρό του Υιού μου Ιουλιανό». Αμέσως φάνηκε ο μάρτυς Μερκούριος ντυμένος την πανοπλία του.
Μετά την αναχώρηση του Μερκουρίου η βασίλισσα των Αγγέλων παρέδωσε στον άγιο Βασίλειο ένα βιβλίο με τη δημιουργία της κτίσεως με την εντολή να γράψει την ερμηνεία της ΕΞΑΗΜΕΡΟΥ, πράγμα το οποίο ο άγιος έκαμε. Με πολλούς κληρικούς μετέβη ο αρχιεπίσκοπος στο ναό του αγίου Μερκουρίου όπου διαπίστωσε ότι έλειπε το λείψανο του αγίου, γεγονός που τον έκανε να πιστέψει ότι το όραμα ήταν αληθινό.
Συγχρόνως, έλαβε την πληροφορία ότι τη νύχτα εκείνη φονεύθηκε ο Ιουλιανός ο Παραβάτης. Την είδηση του θανάτου του Ιουλιανού ανακοίνωσε και στο λαό ο οποίος πολύ χάρηκε για τη σωτηρία του. Από ευγνωμοσύνη προς τον Κύριο παρακάλεσαν τον άγιο να κρατήσει τα χρυσαφικά και τα χρήματα για τις ανάγκες των φτωχών.
Ο Μ. Βασίλειος επαίνεσε την προαίρεσή τους και κράτησε το ένα τρίτο για τα ιδρύματα και τα υπόλοιπα έδωσε εντολή να επιστραφούν. Επειδή ήταν δύσκολο να ξεχωρίσει καθένας τα δικά του, ο άγιος διέταξε να κάνουν πίττες και μέσα να βάλουν τα χρυσαφικά και κατά τη διανομή τους, ό,τι τύχαινε στον καθένα να παίρνει. Οι χριστιανοί συμφώνησαν και κατά την ομολογία όλων καθένας βρήκε στο κομμάτι της πίττας που πήρε το δικό του χρυσαφικό. Λέγεται ότι από τότε επικράτησε την ημέρα της γιορτής του Αγίου Βασιλείου να κάνουμε Βασιλόπιτα και να βάζουμε νομίσματα για τον «τυχερό» της χρονιάς.
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑTA από το βιβλίο ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ των: Γιώργου Κοντογιάννη, Παναγιώτη Βολάκη και Σοφίας Χίντζιου Κοντογιάννη