Στην εκπομπή της ΕΡΤ1 «Στούντιο 4» είχε δώσει συνέντευξη τον Μάρτιο του 2024 ο θρύλος του ελληνικού ποδοσφαίρου Μίμης Δομάζος, που άφησε την τελευταία του πνοή το πρωί της Παρασκευής (24/1). Ο ίδιος νοσηλευόταν από την Τετάρτη (22/1) μετά απο οξύ πνευμονικό οίδημα.
Υπενθυμίζεται ότι ανήμερα των γενεθλίων του, ο «στρατηγός», αισθάνθηκε έντονη αδιαθεσία και μεταφέρθηκε στον «Ερυθρό Σταυρό», όπου έγιναν προσπάθειες ανάνηψης από τους γιατρούς οι οποίοι τον επανέφεραν.
Ανάμεσα σε άλλα, μιλώντας στους Νάνσυ Ζαμπέτογλου και Θανάση Αναγνωστόπουλο, είχε πει:
«Αν δεν χώριζαν οι γονείς μου, δύσκολα θα γινόμουν ποδοσφαιριστής. […] Χώρισαν, αλλά εμένα μου έκαναν καλό. Δεν ξέρω αν θα ήταν αλλιώς η ζωή μου, αλλά μάλλον ναι. Ο πατέρας μου ήταν πολύ σκληρός άνθρωπος, δεν ήθελε να παίζω μπάλα. Το ίδιο και η μητέρα μου. Ο πατέρας μου δεν ήρθε να με δει στο γήπεδο, αλλά πολύ αργότερα. Όταν έγινα πια… Δομάζος. Δεν είχαμε επαφές… (…) Όταν υπέγραψα στον Παναθηναϊκό, πήγαινα ακόμα σχολείο. Να φανταστείτε έμεινα σε δύο μαθήματα! Ένας διευθυντής τότε, Γκίνης λεγόταν, φώναξε τη μάνα μου τον τελευταίο χρόνο και της είπε “Πάρτον απο ‘δω, δεν διαβάζει, δεν κάνει τίποτα. Αυτός θα γίνει λούστρος, μόνο μπάλα θέλει να παίζει”. […] Μετά από λίγο καιρό έπρεπε το σχολείο να παίξει με μια άλλη ομάδα και ο ίδιος διευθυντής μού ζήτησε να παίξω και θα έγραφε εκείνος για να πάρω το απολυτήριο. Δεν πήγα ποτέ γιατί ήμουν πολύ σκληρός… Η μάνα μου δεν ήθελε να παίζω μπάλα, δεν άκουγε ούτε το ράδιο όταν έπαιζα γιατί φοβόταν μη χτυπήσω».
Για το ξεκίνημά του στον Παναθηναϊκό, ο ίδιος είχε πει: «Στις μεταγραφές ερχόταν η μεγάλη ομάδα στη μικρότερη και έλεγε ποιον θέλει… Μας έδωσε μια φανέλα και μια πορτοκαλάδα. Δεν έδιναν χρήματα τότε οι ομάδες! Έτσι υπέγραψα στον Παναθηναϊκό. […] Τότε με πήραν με υποσχετική, το ’58, αλλά με άφησαν να παίξω για ένα ακόμα χρόνο στην Άμυνα Αμπελοκήπων. Για να μη φύγω να πάω αλλού…».
Είπε ακόμα: «Πάντα ήξερα ότι είμαι καλός. Δεν είμαι εγωιστής. Έβλεπα τον εαυτό μου, ήξερα. Έπαιζα και με τα παιδιά στη γειτονιά… Όταν ξεκίνησα έπαιζα με μεγάλους παίκτες. Μεγάλοι ποδοσφαιριστές! Όταν έμπαινα στα αποδυτήρια τούς μιλούσα στον πληθυντικό, αλλά μέσα στο γήπεδο δεν λογάριαζα κανένα. Ήμουν πολύ εγωιστής. […] Ο προπονητής δεν μου έλεγε τίποτα ποτέ. Έλεγε στους άλλους. Εμένα μου έλεγε “Θα έχεις δύο από πίσω σου, κοίτα τι να τους κάνεις”. […] Υπάρχει παίκτης που προετοιμάζεται από τη Δευτέρα μέχρι να παίξει την Κυριακή; Στο μυαλό μου προετοιμαζόμουν. Έπρεπε να “χαλάσω” το παιχνίδι, έπρεπε να οργανώσω το παιχνίδι… Όλα γίνονταν σε δευτερόλεπτα. Έβλεπα τον παίκτη που θα μου δώσει τη μπάλα και ήδη σκεφτόμουν τι θα την κάνω. Όταν γυρνούσα σπίτι ήθελα μία ώρα να ξεκουραστώ πνευματικά, όχι σωματικά».
Ο ίδιος είχε αναφερθεί και στην επιτυχία που βίωσε αλλά και τα επιχειρηματικά του “ανοίγματα” στην αγορά της νύχτας, δημιουργώντας ένα από τα πιο επιτυχημένα νυχτερινά μαγαζιά της εποχής, τον “Ζυγό”. “Με τον καιρό παίρναμε κάτι λεφτά… Στη δική μου εποχή τρώγαμε φιλέτο, οι προηγούμενοι λέγαμε πως έτρωγαν φασόλια. Τώρα άστο… […] Το γύρω γύρω δεν με ένοιαζε. Δεν με ενδιέφερε πως έγινα κάτι… Πολλές φορές μας έπαιρναν στους ώμους να μας πάνε σπίτι. Όταν κερδίσαμε τον Ερυθρό Αστέρα, μας πήραν κουβαλητά και μας πήγαν στο μαγαζί που είχα στην πλατεία Βικτωρίας. Εγώ δεν ήθελα να ασχοληθώ, αλλά ήρθε ο Νίκος Παπαμιχαήλ και με έψησε να κάνουμε ένα μαγαζί. Από τον “Ζυγό” πέρασαν μεγάλα ονόματα, έγραψε ιστορία. Αλλά δεν θέλω να μιλάω για αυτά… Δουλέψαμε με τους μεγαλύτερους καλλιτέχνες. Με τον Πάριο, με την Αλεξίου, τον Πάριο, τον Πλέσσα, τον Κηλαηδώνη, τον Μητροπάνο… Κάθε Σάββατο βγάζαμε τρία προγράμματα. Ξεκινούσαμε στις 10, κλείναμε στις 2 και ανά μιάμιση ώρα τους βγάζαμε έξω γιατί περίμεναν άλλοι ουρά” είπε ο ίδιος.
Για το αν ένιωσε ποτέ σταρ, είχε πει: «Εγώ δεν ήμουν σταρ, δεν με ένοιαζε. Εμένα με ένοιαζε να μπω στο γήπεδο, να ιδρώσω τη φανέλα, να παίξω για τον κόσμο και να βγω πρώτος. Έπαιζα για 22 χρόνια. Είναι πολύ δύσκολο να είσαι 22 χρόνια πρώτος… Έκανα ζωή επαγγελματία” είπε αρχικά ο ίδιος, ενώ ανέφερε: “Δεν ξέρω αν ήμουν όμορφος. Η κόρη μου και η γυναίκα μου είναι… Τότε δεν έπρεπε να κάνουμε σφάλματα. Είχαμε κι εμείς τις κατακτήσεις μας. Πρέπει να είσαι σωστός, να ξέρεις τι θέλεις… Αγαπούσα τη μπάλα πιο πολύ, ήμουν ερωτευμένος με τη μπάλα. Το μόνο που σκεφτόμουν ήταν τι θα κάνω στο γήπεδο…».