«Ονομάζομαι Χάρι Μαρκόπουλος. Είναι ελληνικό όνομα.
Είμαι οικονομικός αναλυτής και πιστοποιημένος ερευνητής για θέματα απάτης, κάτι που με κάνει έναν περήφανο Έλληνα σπασίκλα. Και αυτή, λοιπόν, είναι όλη η ιστορία του πώς η ομάδα μου απέτυχε να σταματήσει το μεγαλύτερο οικονομικό έγκλημα στην ιστορία, το σχέδιο Ponzi τουΜπέρνι Μάντοφ ».
Πρόκειται για ένα απόσπασμα από το βιβλίο του Ελληνοαμερικάνου οικονομολόγου με τον τίτλο «No One Would Listen: A True Financial Thriller» («Κανένας δεν ήθελε να ακούσει: Ένα αληθινό οικονομικό θρίλερ»), που εκδόθηκε το 2010, ένα χρόνο μετά τη δικαίωση όλων των ισχυρισμών του για το «φαινόμενο Μπέρνι Μάντοφ».
Ο Έλληνας ομογενής ήταν ο μοναδικός άνθρωπος στις ΗΠΑ που μίλησε τόσο φωναχτά και τόσο επικριτικά για τον μεγαλύτερο απατεώνα στην ιστορία της Wall Street. Πρακτικά ήταν αυτός που ξεσκέπασε την ένοχη δράση του, όμως, όπως τιτλοφόρησε και ο ίδιος, κανείς… δεν ήθελε να ακούσει. Ο Μάντοφ ήταν θεσμός, κατεστημένο, ο πιο ισχυρός παράγοντας της οικονομικής ζωής των ΗΠΑ, η αλλιώς η προσωποποίηση της καπιταλιστικής ολοκλήρωσης. Ένας γυμνός βασιλιάς που όμως όλοι έβλεπαν με χρυσοποίκιλτη αμφίεση γιατί έτσι βόλευε τους πάντες,
Ο άνθρωπος που δημιούργησε τη μεγαλύτερη πυραμίδα, σε σχήμα Ponzi, όλων των εποχών, φέσωσε χιλιάδες ανθρώπους σε όλο τον κόσμο, σε ένα σκάνδαλο αποτίμησης 64,8 δισ. δολαρίων. Ο πύργος από τραπουλόχαρτα που είχε χτίσει κατέρρευσε όταν η μεγάλη χρηματοπιστωτική κρίση της διετίας 2007-08 οδήγησε μαζικά επενδυτές να ζητήσουν πίσω τα χρήματά τους από την εταιρία του Μάντοφ. Τόσα χρήματα όμως φυσικά δεν υπήρχαν, διότι απλώς ανακύκλωνε τα ποσά χρησιμοποιώντας τα κεφάλαια από νέους, εισερχόμενους επενδυτές για την αποπληρωμή των υποσχόμενων αποδόσεων προς τους παλαιότερους. Οι τεράστιες αποδόσεις που υποσχόταν, περίπου 1-2% κάθε μήνα, ήταν βέβαια φούσκα, ελάχιστοι σήκωναν τα χρήματά τους, αφού τα συστήματα τέτοιου τύπου ενθαρρύνουν τους καταθέτες να παραμείνουν στο παιχνίδι ώστε να κερδίσουν δήθεν ακόμα περισσότερα χρήματα. Για να διαιωνιστεί η κατάσταση, το μόνο που χρειάζεται είναι να διαφημίζουν στους άλλους επενδυτές πόσα χρήματα κερδίζουν, παρότι στην πραγματικότητα δεν εκταμιεύουν τίποτα από τα κέρδη τους.
Ο Μαρκόπουλος (αγγλιστί Markopolos) ήταν το μεγαλύτερο από τα τρία παιδιά δύο Ελληνοαμερικανών εστιατόρων. Απέκτησε πτυχίο διοίκησης επιχειρήσεων από το Loyola College του Μέριλαντ και μεταπτυχιακό στα Χρηματοοικονομικά από το Boston College. Ξεκίνησε την καριέρα του στη Wall Street το 1987 και από το 1991 εργαζόταν σε επενδυτική εταιρεία. Eιδικός της ποσοτικής ανάλυσης με πηγαίο ένστικτο στα μαθηματικά μοντέλα και στα πολυσύνθετα παράγωγα, δούλευε επίσης ως οικονομικός αναλυτής και ανεξάρτητος οικονομικός ερευνητής. Το 1999 ο εργοδότης του στην Rampart Investment Management του ζητούσε να φτιάξει ένα σύστημα για την εταιρεία που να πετυχαίνει αποδόσεις ανάλογες με εκείνες που παρουσίαζε η Madoff Investment Securities, προκειμένου να κερδίσει έναν πελάτη από τον Μάντοφ.
Γρήγορα κατάλαβε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Η επενδυτική στρατηγική του Μάντοφ, όπως την περιέγραφε στους πελάτες του, δεν έβγαζε κανένα νόημα στον Markopolos, ο οποίος εντόπισε σημαντικά κενά, με το μεγαλύτερο πρόβλημα να είναι οι σταθερές αποδόσεις, ασχέτως της πορείας της αγοράς. Του ήταν αδύνατο να επιτύχει τέτοιες αποδόσεις και σκέφτηκε ότι ο μόνος τρόπος θα μπορούσε να είναι μέσω του χρηματιστήριου παραγώγων. Ωστόσο κανείς στο Chicago Board Options Exchange δεν είχε ποτέ πραγματοποιήσει έστω και μία συναλλαγή για λογαριασμό της εταιρείας του Madoff.
Ο Markopolos κατέληξε έτσι στο συμπέρασμα ότι είτε ο Μάντοφ είναι ο εγκέφαλος πίσω από μία τεράστια πυραμιδική απάτη είτε κάνει trading περιουσιακών στοιχείων με χρήση εσωτερικής εμπιστευτικής πληροφόρησης (front running).
Από τότε ξεκίνησε αγώνα για να ξεσκεπάσει την πρωτοφανή σε μέγεθος απάτη. Τον Μάιο του 1999 κατήγγειλε τον Μάντοφ στην αμερικάνικη Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς (SEC), η οποία δεν έλαβε κανένα μέτρο ακόμη και όταν ο κατέθεσε μια πιο λεπτομερή έκθεση το 2001. Τέσσερα χρόνια αργότερα, έστειλε ένα υπόμνημα 21 σελίδων προς την SEC, με τίτλο «Η μεγαλύτερη απάτη Hedge Fund σε παγκόσμιο επίπεδο».
Κανείς δεν έδωσε σημασία στον Markopolos, ο οποίος απευθύνθηκε παράλληλα σε πολιτικούς και δημοσιογράφους, ενώ κατηγόρησε τη SEC άλλοτε για απροθυμία και άλλοτε για ανικανότητα, την ώρα που τα αμερικανικά Μ.Μ.Ε. τον χαρακτήριζαν από «εκκεντρικό» ως «λίγο τρελό», θεωρώντας ότι επιτίθεται στον μεγιστάνα της Wall Street για την προσωπική προβολή του.
Το 2009, μετά την αποκαθήλωση του Μάντοφ, κλήθηκε να καταθέσει στο Κογκρέσο, στο πλαίσιο της διαλεύκανσης του σκανδάλου. Για άλλη μία φορά καταφέρθηκε εναντίον της SEC, επικρίνοντάς την για αδράνεια και ανεπάρκεια. Την κριτική αυτή την επέκτεινε στις σελίδες του βιβλίου που ένα χρόνο αργότερα.
Παρά τις προσπάθειές του, ο Μάντοφ, ο οποίος απεβίωσε τον Απρίλιο του 2021, κλήθηκε να λογοδοτήσει, ύστερα από σχεδόν 20 χρόνια συστηματικής απάτης, επειδή τον κατέδωσαν οι δύο γιοί του.
Σχεδόν στα μισά από αυτά ο Markopolos ζούσε υπό τον φόβο ότι κινδυνεύει η ζωή του. «Για πολλά χρόνια τελούσα υπό την απειλή μιας ”θανατικής ποινής”. Τρομοκρατημένος ότι ο Μάντοφ θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο εμένα ή την οικογένειά μου. Διακυβεύονταν δισεκατομμύρια δολάρια και όπως όλα έδειχναν κάποια από αυτά τα χρήματα ανήκαν στη ρωσική μαφία και τα καρτέλ ναρκωτικών. Δηλαδή σε ανθρώπους που δεν θα δίστασαν να σκοτώσουν για να προστατεύσουν τις επενδύσεις τους», αναφέρει στο πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου του.
Έχει επίσης δηλώσει ότι για τρία ολόκληρα χρόνια ήλεγχε πάντα το αυτοκίνητό του από κάτω πριν βάλει μπρος, κουβαλούσε και κοιμόταν αγκαλιά με ένα ρεβόλβερ Smith & Wesson και απέφευγε ως πεζός σκοτεινά σημεία.
Και είναι όντως πολύ πιθανό να επιβίωσε διότι κανείς δεν τον πήρε ποτέ στα σοβαρά και οι συνταρακτικές αποκαλύψεις του παρέμειναν χωρίς τη συνοδεία κάποιας έρευνας.