Ένας Ρώσος ιερέας καταθέτει την ακόλουθη προσωπική του μαρτυρία: «Με κάλεσαν να εξομολογήσω και να κοινωνήσω έναν βαριά άρρωστο. Μπαίνοντας στο σπίτι, άκουσα απ’ το δωμάτιό του φωνές και κατάρες.
Αναρωτήθηκα ποιός βρίζει με τέτοιο τρόπο και ταράζει τη γαλήνη, που πρέπει να επικρατεί στις κρίσιμες αυτές ώρες.
Έκπληκτος όμως διαπίστωσα πώς ήταν ο ίδιος ο ετοιμοθάνατος. Σκεφτόμουν με τι τρόπο να επικοινωνήσω μ” αυτόν τον άνθρωπο, που λίγο πριν πεθάνει βρίζει και καταριέται. Αφού προσευχήθηκα, μπήκα τέλος στο δωμάτιό του, αποφασισμένος να κάνω Το καθήκον μου. τον εξομολόγησα πρώτα, και ύστερα τον κοινώνησα.
Όταν γύρισα στο ναό, στάθηκα να τακτοποιήσω το άγιο ποτήριο που είχα πάρει μαζί μου. Τότε ένιωσα να με διαπερνά ένα ρίγος. Διαπίστωσα πώς τα Τίμια Δώρα βρίσκονταν μέσα, όπως όταν ξεκίνησα για να πάω στον άρρωστο. Ήταν σαν να μην κοινώνησε!
Ο Κύριος σκέπασε και τα δικά μου μάτια και του μελλοθάνατου και η μετάδοση του Δεσποτικού Σώματος και Αίματος δεν πραγματοποιήθηκε. Ο άνθρωπος αυτός ήταν ανάξιος να κοινωνήσει στις τελευταίες του στιγμές».