Ψυχανάλυση και Πίστη θα μπορούσε να είναι ο άλλος τίτλος της συνομιλίας μας, στο ertnews.gr, με την ψυχολόγο- ομαδική αναλυτική ψυχοθεραπεύτρια κυρία Χρυσή Καριώτογλου. Αλλά θα την αδικούσε.
Και γιατί παραπέμπει σε τίτλο γνωστού βιβλίου, αλλά κυρίως γιατί ο αυθεντικός και βαθιά ανθρώπινος λόγος της, νομίζω ότι ταιριάζει περισσότερο σ’ ένα τίτλο που εμπεριέχει τις λέξεις Θεός και Άνθρωπος.
Συνέντευξη στην Έφη Ζέρβα
Ποιες είναι οι διαφορές στην ψυχική δομή ενός ανθρώπου που πιστεύει στον Θεό και ενός ανθρώπου που δεν πιστεύει;
Κατ’ αρχάς θέλω να σας πω ότι θαρρώ πως όλοι οι άνθρωποι έχουμε μέσα μας εγγενή την αναζήτηση για κάτι πέρα από αυτά που βλέπουμε. Στην πραγματικότητα είμαστε όλοι «εν δυνάμει θρησκευόμενοι» -αν σκεφτεί κανείς το ζήτημα πέρα από τα πολύ στενά -πράγματι- όρια μιας θρησκείας.
Με το παραπάνω εννοώ ότι από τα πρώτα χρόνια που ο άνθρωπος περπάτησε στη γη, έχουμε δείγματα της ενασχόλησης του με τη φύση την οποία θεοποιούσε αποδίδοντας πνεύμα σε δέντρα, φυτά και φυσικά φαινόμενα. Με τα χρόνια θέλησε να ερμηνεύσει και αυτά που γίνονται και μέσα του σε σχέση με τον εξωτερικό κόσμο.
Οι γενετιστές έχουν πια αποδείξει ότι όλοι οι άνθρωποι προερχόμαστε από το ίδιο DNA. Οι κουλτούρες είναι θέμα επιλογής και η έννοια της φυλής ένα είδος ουτοπίας, καθώς στην πραγματικότητα είμαστε όλοι αδέλφια (όχι με τη χίπικη έννοια, αλλά προερχόμενοι από τον ίδιο γενετικό κώδικα). Αυτό σημαίνει πως όλοι έχουμε τις ίδιες δυνατότητες και τάσεις, αλλά ο κάθε άνθρωπος είναι διαφορετικός ως προς τις ικανότητες και την προσωπικότητα. Και αυτό γιατί οι άνθρωποι είμαστε φτιαγμένοι για να ζούμε σε ομάδες. Οι ομάδες αποτελούνται από ανθρώπους που ο καθένας έχει κάτι διαφορετικό να προσφέρει ανάλογα με το τι κουβαλά από τη φύση του.
Το γεγονός ότι η «εξέλιξη» του πολιτισμού έφερε τη θεοποίηση του ατόμου και απομάκρυνε τον άνθρωπο από την εγγενή του τάση να ζει σε ομάδες, είναι κατά τη γνώμη μου το βασικό στοιχείο απομάκρυνσης από την έμφυτη τάση να αποδίδουμε πνεύμα στη φύση γύρω μας και επομένως να αναζητούμε την πίστη σε Δύναμη που δεν φαίνεται.
Οι διαφορές των ανθρώπων που εντάσσουν κάποια θρησκεία στη ζωή τους ποικίλουν στο βαθμό που διαφέρουν και οι άνθρωποι μεταξύ τους. Δυστυχώς φοβάμαι πως το ερώτημα αυτό δεν απαντάται έτσι απλά, καθώς θα πρέπει να θέσουμε συγκεκριμένες παραμέτρους για τον καθένα. Το σίγουρο όμως είναι ότι ο άνθρωπος που αναζητά ένα Θεό (ας μην περιορίσουμε τη συζήτηση στην Ορθόδοξη Χριστιανική παράδοση μόνο) προβληματίζεται για τον εαυτό του και τον κόσμο γύρω του και ίσως αναζητά απαντήσεις σε πολλά από αυτά που στη ζωή των ανθρώπων παραμένουν μυστήρια.
Εδώ είναι βέβαια σημαντικό να διευκρινίσουμε πως αναφερόμαστε στους ανθρώπους που ενεργά και με δική τους πρωτοβουλία στέφονται σε κάποιο θρησκευτικό πλαίσιο. Εννοώ πως -για παράδειγμα- το ότι η ταυτότητά μας (κάποτε τουλάχιστον) έγραφε ότι είμαστε Χριστιανοί Ορθόδοξοι, δεν σημαίνει πως αυτό είναι και η συνειδητή μας προσωπική επιλογή.
Ο άνθρωπος που στρέφεται σε κάποια θρησκεία για να λύσει απορίες και να πιστέψει σε κάτι, το κάνει συνειδητά μεν, αλλά δεν καταλήγει πάντοτε σε κατάσταση πίστης και ψυχικής ανάπαυσης και ανάτασης μέσα σε αυτό. Είναι όμως χαρακτηριστικό -κι αυτό ίσως έχει να κάνει με το αρχικό σας ερώτημα- ότι οι άνθρωποι που επιλέγουν να πιστέψουν σε (κάποιον) Θεό, και το κάνουν με την καρδιά τους (δηλαδή το επιλέγουν και εμπλέκουν σε αυτό κάτι περισσότερο από τη σκέψη και τις νοητικές διεργασίες) καταλήγουν πιθανά να έχουν μια παραπάνω δόση ελευθερίας και αποδοχής των άλλων. Αυτό γιατί δραστηριοποιούνται εγγενείς ανθρώπινες ιδιότητες (νευροφυσιολογικά μιλώντας), οι οποίες έχουν να κάνουν με τη λειτουργία του φαντασιακού και της αφηρημένης σκέψης.
Επισημαίνω, από άνθρωπο σε άνθρωπο αυτό αλλάζει και δεν σημαίνει πως αν κάποιος «βρει θρησκεία» που τον καλύπτει, «βρίσκει και πίστη». Η θρησκοληψία και η συντηρητική και ξύλινη ενασχόληση με τα του Θεού, πάντα καραδοκεί στη γωνία.
Ποιες ψυχολογικές δυνάμεις ενεργοποιεί η Πίστη;
Εδώ λοιπόν μιλάτε για Πίστη. Κάτι διαφορετικό από την απλή αναζήτηση μιας θρησκείας που θα καλύψει και θα λύσει τις μεγάλες μας απορίες για τον κόσμο και τον εαυτό. Το τελευταίο μοιάζει πολύ «τακτοποιημένο» και τελεσίδικο. «Βρήκα Θεό» και «είμαι εντάξει, ήσυχος και τακτοποιημένος άνθρωπος».
Η Πίστη, θαρρώ, είναι η αποδοχή μιας σημαντικής πραγματικότητας: κάθε μέρα θα «πέφτουμε και θα σηκωνόμαστε». Κάθε μέρα θα χάνουμε τον Θεό που πιστεύουμε και θα Τον βρίσκουμε. Θα απελπιζόμαστε και θα ξαναβρίσκουμε την ελπίδα. Και δεν θα ησυχάζουμε. Αυτή θα είναι η μεγαλύτερη ένδειξη της ελευθερίας της ύπαρξής μας.
Η Πίστη λοιπόν έχει τη δυνατότητα να καλλιεργήσει στον άνθρωπο την ικανότητα να αφήνεται στη ζωή του και να μην προσπαθεί να ελέγξει τα πάντα. Του ανοίγει πόρτες στην έμφυτη ικανότητα να συλλογάται και να αμφισβητεί αυτό που βλέπει. Να πληγώνεται στις σχέσεις με τους άλλους, αλλά να μπορεί να επιβιώνει και να εμβαθύνει στη σχέση μαζί τους μέσα από τη δυσκολία. Χαρακτηριστικό των περισσοτέρων θρησκειών επίσης είναι ότι δίνουν απαντήσεις σε σχέση με το μεγάλο ζήτημα του θανάτου. Ο άνθρωπος αποκτά λοιπόν «υπαρξιακό πλαίσιο» που είναι πολύτιμο για να μπορεί να «συγκρατεί» (contain) και να διαχειρίζεται τα άγχη και τις αδυναμίες του.
Μήπως τελικά δεν υπάρχει πραγματικά ενήλικος άνθρωπος κι όλοι αναζητούμε έναν Πατέρα να εναποθέσουμε τη ζωή μας κι αυτός είναι ο ρόλος της θρησκείας και της πίστης;
Πολλά χρόνια πριν ο Καρτέσιος κατήργησε με μια φράση του τη μεταφορική ματιά στον κόσμο. Δηλαδή το «Είμαστε μόνο νους και ύλη» φάνηκε σαν το φως μια νέας πραγματικότητας και εξέλιξης στον κόσμο, αλλά μάλλον ήταν και το τέλος της δυνατότητας των ανθρώπων να πιστεύουν και σε αυτά που δεν βλέπουν. Βλέπουμε βουνά και αυτό που βλέπουμε είναι βράχους και δέντρα και χώμα. Οι επονομαζόμενοι ιθαγενείς λαοί, που έχουν μια ιδιαίτερη σχέση με τη φύση (εκεί δηλαδή όπου εξελίχθηκε το ανθρώπινο είδος), βλέπουν στα βουνά κάτι διαφορετικό. Βλέπουν πνοή ζωής και πνεύμα, με μεταφορικό φυσικά τρόπο. Αναγνωρίζουν τη στενή σχέση του ανθρώπου με το υπόλοιπο της Δημιουργίας και δίνουν άλλο νόημα στο φυσικό περιβάλλον. Αυτό συμβαίνει γιατί δεν έχασαν την ικανότητα να βλέπουν τον κόσμο και τη ζωή μέσα από τη λειτουργία του «μεταφορικού» και επομένως «μεταφυσικού».
Ο καταπληκτικός Καναδός Ανθρωπολόγος Wade Davis αναφέρει πως η καρτεσιανή λογική έφερε το τέλος του απολυταρχισμού της (εκκλησιαστικής) πίστης, ταυτόχρονα όμως διέλυσε και το μυστικισμό και την νοηματοδότησή του κόσμου μέσα από τη χρήση αφηρημένης σκέψης. Ταυτόχρονα, διαχώρισε το άτομο από την ομάδα.
Οι άνθρωποι όπως ανέφερα και παραπάνω είμαστε δομημένοι να αναζητούμε εννοιολογικά και υπαρξιακά πλαίσια στον κόσμο, τη ζωή μας και τη σχέση με τους άλλους. Μην ξεχνάτε ότι η Τέχνη είναι η έκφραση ακριβώς αυτού του παραπάνω επιχειρήματος. Ότι η ύπαρξη του ανθρώπου είναι σύνθετη (είμαστε δηλαδή σώμα, πνεύμα και ψυχή) και ο καθένας έχει την έμφυτη τάση να θέλει να καθοριστεί στον κόσμο και να δώσει εξηγήσεις.
Το μεγάλο όμως ερώτημα που θα πρέπει εδώ να τεθεί είναι το γιατί ο άνθρωπος απομακρύνθηκε από αυτή τη πλευρά του εαυτού του.
Θα μπορούσαμε σήμερα με τη βοήθεια των νευροαπεικονιστικών τεχνικών να μιλήσουμε για το πώς επιδρά η Προσευχή στον εγκέφαλο;
Η προσευχή είναι ένα είδος διαλογισμού. Έρευνες έχουν δείξει πια ότι ο διαλογισμός βοηθά στην καταπολέμηση του στρες, ενισχύει το ανοσοποιητικό σύστημα, είναι ευεργετικός για τη φυσιολογική απώλεια μνήμης, βοηθά στη μείωση της αρτηριακής πίεσης.Αυτά είναι τα σημαντικά σωματικά οφέλη. Ακόμη όμως πιο σημαντική είναι η συμβολή της προσευχής ή του διαλογισμού στην επιστροφή του ανθρώπου στα αληθινά του συναισθήματα και την έμφυτη ανάγκη να εμπιστεύεται τον εαυτό του στη φροντίδα άλλων, στη συγκεκριμένη περίπτωση του Θεού στον οποίο προσεύχεται. Καλλιεργεί την ικανότητα να καθορίζεται και από την καρδιά του, πέρα από το νου. Αποκτά επίσης τη συνήθεια να αφιερώνει λίγο χρόνο στη συγκέντρωση και στο να μείνει μόνος για λίγο με τον εαυτό του, κάτι πολύ σπάνιο στο πλαίσιο των ρυθμών που χαρακτηρίζουν πια τις ζωές μας. Προσευχή μπορεί να είναι πολλά πράγματα όμως. Η πρακτική του διαβάσματος συγκεκριμένου κειμένου, μια βόλτα στο δάσος, η σκέψη και η ανάμνηση των άλλων για τους οποίους νοιαζόμαστε στη διάρκεια της ημέρας μας (ακόμη και όταν κάνουμε άλλα πράγματα), η απλή ανάμνηση του Θεού ή αυτής της διάστασης της ζωής εν γένει.
Απαντάει ο Χριστιανισμός στα υπαρξιακά ερωτήματα του ανθρώπου;
Αυτό είναι πολύ προσωπικό ερώτημα. Ο καθένας θα το απαντούσε διαφορετικά. Η κάθε θρησκεία έχει την ικανότητα να απαντήσει σε υπαρξιακά ζητήματα.Μην ξεχνάτε όμως ότι ένα θρησκευτικό σύστημα (πεποιθήσεων, ιδεών και πρακτικής) δεν έχει να κάνει με το θέμα της πίστης. Με αυτό θέλω να πω δηλαδή πως ένας Χριστιανός που παρακολουθεί πολύ τακτικά τη λειτουργία και αποτελεί μέλος μιας ενορίας, μπορεί να έχει πολύ λιγότερη πίστη -δηλαδή εμπιστοσύνη στον Θεό και προσωπική σχέση μαζί Του- ακόμη και από έναν άνθρωπο που ποτέ δεν γνώρισε τον Χριστιανισμό. Πρέπει να πούμε όμως ότι ο Χριστιανισμός έχει τη δυνατότητα -όπως και άλλες θρησκείες- να απαντήσει τα βασικά υπαρξιακά ζητήματα του ανθρώπου που είναι αυτό της ζωής (πώς ζω) και του θανάτου (πού πάω μετά τη ζωή). Προϋπόθεση όμως γι’ αυτό είναι η ενασχόληση να είναι προσωπική επιλογή του ανθρώπου και ο άνθρωπος να προσπαθεί να μελετά (να αναζητά δηλαδή ενεργά και να θέτει καθημερινά ερωτήματα). Χωρίς διερώτηση δεν υπάρχει απάντηση. Χωρίς αναζήτηση δεν υπάρχει υπαρξιακή επιλογή.
Στερεοτυπικά ένας ψυχοθεραπευτής δεν έχει καμία σχέση με τη θρησκεία. Ή δεν είναι έτσι;
Από την εμπειρία μου θα έλεγα ότι στερεοτυπικά- παλαιότερα- στον δικό μου κλάδο της Ψυχοθεραπείας, τον Ψυχαναλυτικό, επικράτησε η στάση του πατέρα της Ψυχανάλυσης Sigmund Freud απέναντι στη θρησκεία και επομένως ήταν δεδομένο ότι ένας Ψυχαναλυτικός Ψυχοθεραπευτής δεν θα έχει «ουτοπίες». Ωστόσο, φωνές όπως αυτήτου Karl Jung ή του Fairbairn, της πιο σύγχρονης Dolto και άλλων, «άνοιγαν παράθυρο» σε μια άλλη πιο υπαρξιακή διάσταση του θρησκευτικού συναισθήματος.
Νομίζω αυτό έχει αρχίσει και αλλάζει πολύ πια. Μάλιστα, πολλές έρευνες έχουν δείξει ότι η αναγνώριση των θρησκευτικών συναισθημάτων ή υπαρξιακών ανάλογων αναζητήσεων του θεραπευόμενου, στο πλαίσιο της θεραπείας (όχι δογματικά φυσικά αλλά με την έννοια της αποφυγής της ερμηνείας του θρησκευτικού συναισθήματος ως «απατηλού» και της δημιουργίας «χώρου» για να επεξεργαστεί σκέψεις και συναισθήματα τέτοιου τύπου ο θεραπευόμενος) είναι πολύ σημαντικό να γίνεται. Αυτό όμως δεν μπορεί να συμβεί αν ο θεραπευτής ο ίδιος δεν έχει ξεμπλοκάρει από τα στερεότυπά του απέναντι στο θρησκευτικό συναίσθημα και δεν έχει και ο ίδιος υπαρξιακούς προβληματισμούς.
Θεωρώ πως η αναγνώριση τέτοιων ερωτημάτων μέσα μας (όποια θρησκεία και αν τελικά τα απαντήσει για το καθένα μας) είναι απαραίτητο συστατικό της προσωπικής εξέλιξης ενός ανθρώπου, πολύ δε περισσότερο ενός ψυχοθεραπευτή.
*Η Χρυσή Καριώτογλου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1978. Σπούδασε Ψυχολογία στο Εθνικό Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών και στο Παν/μιο της Caen-Basse Normandie. Μετεκπαιδεύτηκε στην Ομαδική Ανάλυση και τη Ψυχοδυναμική Ψυχοθεραπεία στο Παν/μιο της Οξφόρδης και στο Anna Freud Centre του Λονδίνου. Είναι μέλος του Ινστιτούτου Ομαδικής Ανάλυσης του Λονδίνου, του United Kingdom Council for Psychotherapy, του British Psychoanalytic Council και του Oxford Group Analytic Network. Εργάστηκε στο βρετανικό ΕΣΥ (NHS) ως Ομαδική Αναλύτρια για μια δεκαετία και εξειδικεύτηκε στην αξιολόγηση και θεραπεία ασθενών με διάγνωση διαταραχής προσωπικότητας. Εργάζεται ιδιωτικά ως Ψυχοδυναμική Ψυχοθεραπεύτρια, Ομαδική Αναλύτρια και Επόπτρια Ομαδικής Ψυχοθεραπείας.
Πηγή: ertnews.gr