Στον έρωτα, εκτός από την ίδια πράξη, υπάρχουν και άλλοι τρόποι ηδονής. Αναφέρομαι στα φιλιά.
Τα φιλιά όπως μας τα περιγράφει ο Παύλος Σιλεντάριος, μπορεί να είναι μεγάλα και ηχηρά (μακρά και έμψοφα), απαλά (μαλθακά) ή δαγκωτά. Στις ”Νεφέλες” ο Αριστοφάνης μιλάει για τα καταγλωττίσματα (όταν ο ανήρ την γλώτταν εν τω της γυναικός εμβάλλη στόματι. Scholia Graeca in Aristophanem). Μερικοί θεωρούν ότι ο λαφυγμός (λᾰφυγμός, λαφύσσω, λαιμαργία) είναι το ίδιο μάλλον με το καταγλώττισμα. Μάλλον όμως είναι το ρουφηχτό φιλί κατά το οποίο, αντί να βάζει τη γλώσσα στο στόμα του ερωτικού συντρόφου, του ρουφάει την γλώσσα.
Στις ”Θεσμοφοριάζουσες”, ο ποιητής αναφέρεται στο μανδαλωτόν φιλί (είδος φιλίματος ποικίλον χ’ ηδύ. Scholia Graeca in Aristophanem), που είναι ένα είδος φιλήματος όπως το γιγγλυμωτόν και δράπετον (δρεπτόν). Το γιγγλυμωτόν μάλλον είναι το πιπιλιστό. Γύγγλιμος (κινῶ + γλύμμα) είναι αυτός που περιστρέφεται. Κάντε τον συνειρμό…
Ποπύσματα λέγονταν τα κενεά φιλήματα, δηλαδή τα φιλιά που στέλνονταν στον αέρα προς το αγαπημένο πρόσωπο. Φιλιά έστελναν και σε αυτούς που ήταν μακριά με τα δάχτυλα (ταχυδρομικά φιλιά). Στο ερωτικό μυθιστόρημα του Αχιλλέα Τάτιου υπάρχει μια σκηνή, όπου ο κεντρικός ήρωας παρατηρεί το σημείο του ποτηριού στο οποίο ακούμπησε η Λευκίππη τα χείλια της για να πιει. Σε αυτό ακριβώς το σημείο ακουμπάει και εκείνος τα δικά του. Και η σκηνή επαναλαμβάνεται εναλλάξ κάνοντας προπόσεις ο ένας στον άλλον (ούτως αλλήλοις προεπίνομεν τα φιλήματα).
Τα φιλιά αντιπαραβάλλονται με την σεξουαλική πράξη. Η αφροδίσια πράξη έχει και τέλος και κορεσμό (το μεν έργον της Αφροδίτης και όρον έχει και κόρον). Εάν δε, της αφαιρέσεις τα φιλήματα, τότε είναι μηδέν, ένα τίποτα. Αντιθέτως το φιλί δεν έχει ούτε τέλος, ούτε κορεσμό και είναι πάντοτε καινούργιο (φίλημα δε αόριστον εστί και ακόρεστον και καινόν αεί)
Λήκυθος όπου απεικονίζεται ο Πάρης με την Ελένη. Του Ζωγράφου της Φρανκφούρτης. περ. 420-400 π.Χ.
Πηγή: https://www.facebook.com/spyridoula.magoula?hc_ref=NEWSFEED