Σε κάποιο χωριό της Χαλκιδικής, ένας οικογενειάρχης χριστιανός, συνεργεία του διαβόλου, εγκατέλειψε τον εκκλησιασμό και την μετοχή στην χάρη των μυστηρίων, και ακολούθως, από περιέργεια στην αρχή, ασχολήθηκε με τούς μάγους και την μαγεία, έως ότου κατάντησε και ο ίδιος μάγος αργότερα, ασχοληθείς συστηματικώς με την «Σολομωνική», το ομώνυμο σατανοβιβλίο της οποίας του έγινε σύμβουλος και αχώριστος φίλος.
Παραχωρήσει Θεού και προς σωτηρίαν του, τον βρήκαν μεγάλες συμφορές.
Η ευλαβέστατη σύζυγος του δυσφορούσε και υπέφερε πολύ γι’ αυτήν του την επίδοση στην μαγεία∙ τον παρακαλούσε να μετανοήσει, να παύση ασχολούμενος με τα μάγια και να επιστρέψει στην χάρι του Χριστού- εκείνος όμως δεν την ήκουε.
Τότε εκείνη του δήλωσε ότι οι κακοτυχίες και τα βάσανα, πού τούς βρήκαν, ήταν τιμωρία από τον Θεό∙ ότι αυτή, ως πιστή χριστιανή, δεν μπορούσε πλέον να συζεί με έναν δαιμονολάτρη μάγο, και ότι ήταν διατεθειμένη να πάρει διαζύγιο.
Αυτή ή απειλή τον προβλημάτισε πολύ. Ήταν επιτυχημένος οικογενειάρχης, και τον ενδεχόμενο διαλύσεως τής οικογενείας και του διασυρμού του τον κατατρόμαξε. Τότε προσέτρεξαν συγγενείς και φίλοι για να αποσοβήσουν το κακό∙ τον συμβούλεψαν όμως, ότι θα έπρεπε να παύση οριστικώς ασχολούμενος με την μαγεία, και ότι ή γαλήνη στην οικογένεια και ή λύτρωσης του από την επήρεια του διαβόλου θα μπορούσε να συντελεσθεί με την εξομολόγηση του σε έμπειρο πνευματικό, στις οδηγίες του όποιου θα έπρεπε να υπακούσει- και ως τοιούτον υπέδειξαν τον παπά Σάββα της Μικράς Αγίας Αννης, η φήμη του οποίου ήταν διαδεδομένη και στην Χαλκιδική.
Ήκουσε τις προσευχές της εύλαβεστάτης συζύγου ό Θεός, και τον λυπήθηκε και τον φώτισε να δεχθή καλόγνωμα τις συμβουλές των φίλων. Έτσι αναχώρησε για τον Άγιον όρος και για την καλύβα του παπά- Σάββα. Τον δέχθηκε πατρικότατα εκείνος, και τον αποτέλεσμα προέκυψε θεοχαρίτωτο και σωτήριο∙ γιατί ειλικρινεστάτη υπήρξε ή εν μετανοίας και συντριβή καρδίας εξομολόγησις του και ή εκζήτησης συγχωρήσεως και θείου ελέους. Παρά ταύτα ό σοφός και άγιος πνευματικός τον κράτησε επί μία εβδομάδα, προς περαιτέρω νουθεσία, οικοδομή και εμπέδωση στην νέα πνευματική κατάσταση και εν Χριστώ ζωή.
Όταν ό πνευματικός έκρινε ότι ήταν πλέον καιρός να επανακάμψει στον κόσμο και την οικογένεια του, εκείνος ξέσπασε σε δάκρυα ευχαριστιών και ευγνωμοσύνης για την λύτρωσή του από τον κράτος του διαβόλου, για την συγχώρηση, για την πνευματική οικοδομή και για την επανένταξη του στην Εκκλησία και στον βασίλειο τής χάριτος του Χριστού.
Κατ’ εκείνη τη στιγμή θυμήθηκε ότι είχε μεταφέρει προς επίδοση στον Γέροντα τον βιβλίο τής Σολομωνικής. Το έβγαλε από τον τουρβά του και έκανε να το δώση, λέγοντας: «Πάρε το, Γέροντα∙ αυτό τον βιβλίο υπήρξε τον μέσον συνεργασίας μου με τον διάβολο και ή αιτία της ψυχικής μου καταστροφής. Εδώ πρέπει να μείνει περιφρονημένο και άνενέργητο∙ κάνε το ότι θέλεις». Και ό πνευματικός: «Τί να το κάνω αυτό τον βιβλίο, παιδί μου, στον καλύβι μου; Τώρα πού φεύγεις, κάψε το προσεκτικά σε κάποιο μέρος του δρόμου».
Πήρε τον μονοπάτι ό Χαλκιδικιώτης και, όταν σε κάμποση απόσταση βρέθηκε στην «Σπηλιά» -τοποθεσία πού έτσι είναι γνωστή από το αύτοκατασκεύαστο αρκετά μεγάλο βαθούλωμά της στην απότομη βραχοπλαγιά- κρίνοντας ότι ήταν κατάλληλο τον μέρος, έκανε υπακοή στην εντολή του πνευματικού, και στο κοίλο τής αγκάλης της άναψε φωτιά από φρύγανα και ξερόκλαδα και απόθεσε επάνω της τον σατανικό βιβλίο. Το είδε να λαμπαδιάζει, και καταχάρηκε η ψυχή του, πού την είχε δέσμια στου διαβόλου την διάθεση και δράσι. Ανάδευσε μ’ ένα κλαδί τα αποκαΐδια και τη στάχτη, έκανε τον σταυρό του και ξαναπήρε τον μονοπάτι, δοξάζοντας τον Θεό και για το απ’ αυτό ξεφόρτωμά του.
Λίγο παραπέρα συνάντησε τον πατέρα Ιλαρίωνα, υποτακτικό του πνευματικού, πού τον είχε στείλει για κάποια υπηρεσία στην Άγια Άννα. Τον ευχαρίστησε κι’ αυτόν για την αγάπη πού του έδειξε, την φιλοξενία και τις περιποιήσεις, και τον παρακάλεσε να ‘πει στον Γέροντα ότι, κατά την ύπόδειξί του, έκαψε στην Σπηλιά τον σατανικό βιβλίο. Αποχαιρέτισαν ό ένας τον άλλον και ό καθένας πήρε τον δρόμο του.
Όταν όμως ό πατήρ Ιλαρίωνα έφθασε στην Σπηλιά, άκουσε σπάνιους θορύβους και ακολούθως δέχθηκε σφοδρό λιθοβολισμό. Φοβήθηκε πάρα πολύ, αλλά, κατανοήσας την αιτία του πράγματος, επικαλέσθηκε την βοήθεια του Θεού και έσπευσε να απομακρυνθεί το ταχύτερο δυνατόν απ’’ εκεί. Περίτρομος διηγήθηκε τον συμβάν συνεπεία τής καύσεως του σατανικού βιβλίου.
Οι λιθοβολισμοί αυτοί εξακολούθησαν να πραγματοποιούνται επ’ αρκετό χρονικό διάστημα εναντίον των διερχομένων, ώστε να σκέπτονται οι μοναχοί πολύ, αν έπρεπε να εξακολουθήσουν να χρησιμοποιούν το μονοπάτι.
Τούς ήταν όμως αδύνατο να ανοίξουν άλλο ή να κατασκευάσουν παράκαμψη σ’ εκείνο τον σημείο, λόγω τού βραχώδους και τελείως αποκρήμνου του. Τότε έκαναν κοινή σύναξη οι Αγιαννανίτες και οι Μικραγιαννανίτες άσκηταί, και εξ ομοφώνου αποφάσεως προσκόμισαν τον Τίμιο Σταυρό και άγια λείψανα και αφού τέλεσαν αγιασμό και αγίασαν την Σπηλιά και τον πέριξ χώρο, έκτισαν ένα μικρό προσκυνητάρι και τοποθέτησαν την Ιερή εικόνα τής Παναγίας Θεοτόκου.
Έτσι απελάθηκαν οι εμφωλεύοντας εκεί δαίμονες, πού, ώργισμένοι για την κατάκαυσι της βίβλου των, έξεδήλωναν κατ’ αυτόν τον τρόπο τον μίσος των κατά των διερχομένων.
Έκτοτε και μέχρι σήμερον, όλοι σταθμεύουν για λίγο στην Σπηλιά, εν ευλαβεία προσκυνούν την εικόνα της Παναγίας, επικαλούνται την χάρι και την προστασία της, και άναμιμνήσκονται της άγιότητος και διακρίσεως τού αειμνήστου πνευματικού, της λυτρώσεως και σωτηρίας του Χαλκιδικιώτου χωρικού και της καύσεως της δαιμονοσολομωνικής του.
(Επί τη βάσει των σημειώσεων του αειμνήστου Υμνογράφου Γέροντος Γερασίμου Μικραγιαννανίτου, τις οποίες έθεσαν ευγενώς στη διάθεση μου οι υποτακτικοί του).