Τις εποχές που στις πόλεις υπήρχαν χωματόδρομοι άνθιζε το επάγγελμα του λούστρου ή λουστραδόρου.
Ο λούστρος καθιστός στο σκαμνί του στην άκρη του δρόμου ήταν ένας πλανόδιος επαγγελματίας δουλειά του οποίου ήταν να γυαλίζει τα παπούτσια περαστικών. Βασικό αξεσουάρ του το χαρακτηριστικό κασελάκι μέσα στο οποίο είχε τα βερνίκια και τις βούρτσες για το γυάλισμα των παπουτσιών.
Τότε που το μαύρο δερμάτινο και καφέ σκούρο παπούτσι ή σκαρπίνι ήταν status για τον άνδρα, έπρεπε πάντα να είναι λουστραρισμένο και να δείχνει στο μάτι, σε μια εποχή που τα παπούτσια σκονίζονταν εύκολα. Ο πελάτης πατούσε απλώς το πόδι του πάνω στη μπρούτζινη συνήθως βάση που διέθετε το κασελάκι και όλα τα άλλα τα αναλάμβανε ο λούστρος. Δίπλωνε το μπατζάκι του πελάτη για να μη λερωθεί και έχωνε χαρτόνια από τσιγαρόκουτα στα πλάγια για να προστατέψει την κάλτσα. Ξεσκόνιζε με τη βούρτσα το παπούτσι, έβαζε λίγη αλοιφή από το μπουκαλάκι με το κατάλληλο χρώμα και την άπλωνε παντού με τη βούρτσα. Ένα ελαφρύ κτύπημα της βούρτσας στο παπούτσι έδινε το σύνθημα στον πελάτη να αλλάξει πόδι.
Ο λούστρος επαναλάμβανε τη διαδικασία στο δεύτερο παπούτσι και επέστρεφε στο πρώτο για να του δώσει το τελικό γυάλισμα με πανί και ειδική αλοιφή, το «ευρωπαϊκό» όπως το έλεγαν. Μερικοί λούστροι κάνοντας επίδειξη δεξιοτεχνίας προσέφεραν δωρεάν θέαμα στο κοινό, πετώντας τις βούρτσες στριφογυριστά στο αέρα ως άλλοι ζογκλέρ, ή χτυπώντας τες ρυθμικά στο κασελάκι.