Όσοι επισκέπτονται το Οικουμενικό Πατριαρχείο, στο Φανάρι της Κωνσταντινούπολης, αναρωτιούνται γιατί η είσοδος για το κοινό γίνεται πάντα από την πλαϊνή πόρτα.
Η απάντηση είναι ότι στις 10 Απριλίου 1821 απαγχονίστηκε ο Πατριάρχης Γρηγόριος Ε΄ στην κεντρική πύλη. Έκτοτε παραμένει σφραγισμένη.
Στις 10 Απριλίου 1821, λίγες ημέρες μετά το επίσημο ξέσπασμα της Ελληνικής Επανάστασης, σε αυτήν την κλειστή σήμερα πύλη, Οθωμανοί στρατιώτες κρέμασαν ένα χοντρό σχοινί με μια θηλιά, με σκοπό να απαγχονίσουν τον Πατριάρχη Γρηγόριο Ε΄, ο οποίος, παρά τις πιέσεις που δέχτηκε προκειμένου να φυγαδευτεί από την Κωνσταντινούπολη και να σωθεί, προτίμησε να αντιμετωπίσει τη μοίρα του.
Τιμή και μνήμη
Ο φλογερός ιεράρχης κρεμάστηκε στην κεντρική πύλη για παραδειγματισμό ανήμερα του Πάσχα του 1821. Οι δήμιοί του άφησαν το άψυχο σώμα του να κρέμεται εκεί για τρία μερόνυχτα. Αργότερα η σωρός του, με χίλιους κόπους και κινδύνους, έφτασε στην Οδησσό για να αναπαυτεί, ενώ σήμερα τα λείψανά του φυλάσσονται σε μαρμάρινη λειψανοθήκη, στον καθεδρικό ναό των Αθηνών. Από τότε, τις 10 Απριλίου 1821, έως σήμερα, 198 ολόκληρα χρόνια μετά, η κεντρική πύλη του Πατριαρχείου παραμένει σφραγισμένη, σε ένδειξη τιμής και μνήμης για τη θυσία του Γρηγορίου Ε΄, ενώ κάθε χρόνο, στις 10 Απριλίου, ο Πατριάρχης ανάβει ένα κερί μπροστά στη «μαύρη πύλη».
Σύμφωνα με τις ιστορικές πηγές και μαρτυρίες, ο Γρηγόριος θα μπορούσε να είχε σωθεί, καθώς πολλοί ήταν εκείνοι που τον προέτρεπαν να εγκαταλείψει την πόλη. Ο ίδιος ο Υψηλάντης είχε στείλει πλοίο για να τον μεταφέρει μακριά από τον Σουλτάνο, ενώ ξένοι πρέσβεις στην Κωνσταντινούπολη πίεζαν τον ιεράρχη να φύγει και να σωθεί από την οργή των Οθωμανών που είχε γιγαντωθεί μετά την κήρυξη της Επανάστασης. Όμως για τον Πατριάρχη δεν υπήρχε η επιλογή της φυγής. Μόλις μία εβδομάδα πριν τον μαρτυρικό θάνατό του, απαντούσε σε υπαλλήλους ξένων πρεσβειών για ποιο λόγο δεν θα εγκατέλειπε το Πατριαρχείο:
“Εγώ διά τούτο είμαι Πατριάρχης, όπως σώσω το Έθνος μου”
«Μὲ προτρέπετε εἰς φυγήν. Μάχαιρα θὰ διέλθη τᾶς ρύμας τῆς Κωνσταντινουπόλεως καὶ λοιπῶν πόλεων τῶν χριστιανικῶν ἐπαρχιῶν. Ὑμεῖς ἐπιθυμεῖτε ὅπως ἐγὼ μεταμφιεζόμενος καταφύγω εἰς πλοῖον ἢ κλεισθῶ ἐν οἰκίᾳ οἱουδήποτε εὐεργετικοῦ ὑμῶν Πρεσβευτοῦ, ν’ ἀκούω δὲ ἐκεῖθεν πῶς οἱ δήμιοι κατακρεουργούσι τὸν χηρεύοντα λαόν. Οὐχί! Ἐγὼ διὰ τοῦτο εἶμαι Πατριάρχης, ὅπως σώσω τὸ Ἔθνος μου, οὐχὶ δὲ ὅπως θὰ θεωρήσωσιν ἀδιαφόρως πῶς ἡ πίστις αὐτῶν ἐξυβρίσθη ἐν τῷ προσώπῳ μου.
Οἱ Ἕλληνες, οἱ ἄνδρες τῆς μάχης, θὰ μάχωνται μετὰ μεγαλυτέρας μανίας, ὅπερ συχνάκις δωρεῖται τὴν νίκην. Εἰς τοῦτο εἶμαι πεπεισμένος. Βλέπετε μεθ’ ὑπομονῆς εἰς ὅτι καὶ ἂν μοῦ συμβῇ. Σήμερον (Κυριακὴ τῶν Βαΐων) θὰ φάγωμεν ἰχθεῖς, ἀλλὰ μετὰ τίνας ἡμέρας καὶ ἴσως καὶ ταύτην τὴν ἑβδομάδα οἱ ἰχθεῖς θὰ μᾶς φάγωσιν… Ναί, ἂς μὴ γίνω χλεύασμα τῶν ζώντων. Δὲν θὰ ἀνεχθῶ ὥστε εἰς τᾶς ὁδοὺς τῆς Ὀδησσοῦ, τῆς Κερκύρας καὶ τῆς Ἀγκῶνος διερχόμενον ἐν μέσῳ τῶν ἀγυιῶν νὰ μὲ δακτυλοδείκτωσι λέγοντες: “Ἰδοὺ ἔρχεται ὁ φονεὺς Πατριάρχης”.
Ἂν τὸ Ἔθνος μου σωθῆ καὶ θριαμβεύση, τότε πέποιθα θὰ μοῦ ἀποδώση θυμίαμα ἐπαίνου καὶ τιμῶν, διότι ἐξεπλήρωσα τὸ χρέος μου… Ὑπάγω ὅπου μὲ καλεῖ ὁ νοῦς μου, ὁ μέγας κλῆρος τοῦ Ἔθνους καὶ ὁ Πατὴρ ὁ οὐράνιος, ὁ μάρτυς τῶν ἀνθρωπίνων πράξεων».
Στο έγγραφο της καταδίκης του, αναφέρονται από τους Οθωμανούς οι αιτίες του απαγχονισμού του Πατριάρχη Γρηγορίου Ε΄:
“Εκρεμάσθη προς σωφρονισμό των άλλων”
«Ἀλλ’ ὁ ἄπιστος πατριάρχης τῶν Ἑλλήνων, ἐξ αἰτίας τῆς διαφθορᾶς τῆς καρδίας του, ὄχι μόνον δὲν εἰδοποίησεν οὐδ’ ἐπαίδευσε τοὺς ἀπατηθέντας, ἀλλὰ καθ’ ὅλα τὰ φαινόμενα ἦτο καὶ αὐτός, ὡς ἀρχηγός, μυστικὸς συμμέτοχος τῆς Ἐπαναστάσεως… Αντὶ νὰ δαμάσῃ τοὺς ἀποστάτας καὶ δώση πρῶτος τὸ παράδειγμα τῆς εἰς τὰ καθήκοντα ἐπιστροφῆς τῶν, ὁ ἄπιστος οὗτος ἔγινεν ὁ πρωταίτιος ὅλων τῶν ἀνεφυεισῶν ταραχῶν.
Εἴμεθα πληροφορημένοι ὅτι ἐγεννήθη ἐν Πελοποννήσῳ καὶ ὅτι εἶναι συνένοχος ὅλως τῶν ἀταξιῶν, ὄσας οἱ ἀποπλανηθέντες ραγιάδες ἔπραξαν κατὰ τὴν ἐπαρχίαν Καλαβρύτων…
Ἐπειδὴ πανταχόθεν ἐβεβαιώθημεν περὶ τῆς προδοσίας του ὄχι μόνος εἰς βλάβην τῆς ὑψηλῆς Πύλης, ἀλλὰ καὶ εἰς ὄλεθρον αὐτοῦ τοῦ ἔθνους του, ἀνάγκη ἦτο νὰ λείψη ὁ ἄνθρωπος οὗτος ἀπὸ τοῦ προσώπου τῆς γῆς καὶ διὰ τοῦτο ἐκρεμάσθη πρὸς σωφρονισμὸ τῶν ἄλλων».
Ακριβώς 100 χρόνια μετά τον θάνατό του, δηλαδή στις 10 Απριλίου 1921, ο Πατριάρχης Γρηγόριος Ε΄ ανακηρύχθηκε Άγιος από την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος.