Ο καλός μεταφραστής μοιάζει λίγο με τον καλό διαιτητή.
Όπως ο δεύτερος θεωρείται επιτυχημένος αν η παρουσία του σε έναν αγώνα περάσει εντελώς απαρατήρητη, έτσι και ο πρώτος έχει μάλλον επιτύχει στο έργο του αν η διαμεσολάβησή του ανάμεσα στον συγγραφέα και τον αναγνώστη είναι όσο το δυνατόν πιο ανεπαίσθητη. Αυτή την αίσθηση μου άφησε η επίπονη εργασία της τελευταίας διετίας, με το πέρας της οποίας οι Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης μαζί με τον γράφοντα είναι στην ευχάριστη θέση να παρουσιάσουν το νέο εκδοτικό τους εγχείρημα. Πρόκειται για το βιβλίο Αρχαιολογική θεωρία. Μια εισαγωγή, το οποίο είναι η ελληνική μετάφραση του βιβλίου του Matthew Johnson, Archaeological Theory. An introduction(2η έκδοση, Malden – Oxford – Chichester: Wiley-Blackwell Publishing 2010).
Η μετάφραση του συγκεκριμένου βιβλίου στα ελληνικά συνελήφθη για πρώτη φορά ως ιδέα κατά το εαρινό ακαδημαϊκό εξάμηνο του έτους 2005 στο Ινστιτούτο Προϊστορίας και Πρωτοϊστορίας του Πανεπιστημίου της Χαϊδελβέργης. Τότε ο γράφων είχε την τύχη να έχει καθηγητή τον συγγραφέα αυτού του βιβλίου, η πρώτη αγγλική έκδοση του οποίου έγινε το 1999. Υπό την ιδιότητα του επισκέπτη καθηγητή σε ένα θεωρητικά ιδιαίτερα παραδοσιακό ακαδημαϊκό περιβάλλον, ο Βρετανός αρχαιολόγος Matthew Johnson, καθηγητής τότε στο Πανεπιστήμιο του Σαουθάμπτον, κατάφερε να μυήσει μέσα σε ελάχιστο χρόνο τους φοιτητές του στον συναρπαστικό κόσμο της θεωρίας. Το να κάνει κάποιος «συναρπαστική» την ενασχόληση με ένα αντικείμενο που δεν συνοδεύεται οπωσδήποτε αυτόματα με τον επιθετικό αυτό προσδιορισμό αποτελεί αναμφίβολα ίδιον ενός εμπνευσμένου και χαρισματικού δασκάλου. Και ο Matthew Johnson ήταν ξεκάθαρο από την πρώτη στιγμή ότι αποτελούσε μια ιδιαίτερα ξεχωριστή περίπτωση ανθρώπου, ο οποίος μέσα από έναν δύσκολο αγώνα ζωής κατόρθωσε να κάνει μια εξαίρετη ακαδημαϊκή καριέρα και να αναπτύξει μια ιδιαίτερη σχέση με την θεωρητική μελέτη των κοινωνιών.
Στα χρόνια που μεσολάβησαν από το 2005 μέχρι και σήμερα δημοσιεύτηκε η δεύτερη, αναθεωρημένη και επαυξημένη αγγλική έκδοση του βιβλίου, ενώ ταυτόχρονα έγινε ακόμα πιο επιτακτική η ανάγκη της ελληνικής μετάφρασής του. Δύο είναι κυρίως οι λόγοι για αυτό. Κατά πρώτον, σε αμιγώς επιστημονικό-αρχαιολογικό επίπεδο, αυξάνονται διαρκώς τα τελευταία χρόνια οι ελληνικές μεταφράσεις αγγλόφωνων κυρίως βιβλίων αρχαιολογικής θεωρίας, οι οποίες, ωστόσο, απευθύνονται συχνά σε αναγνώστες με ήδη προϋπάρχουσες γνώσεις. Αντιθέτως, αισθητή ήταν η έλλειψη ενός συγγράμματος που να έχει τον χαρακτήρα μιας συστηματικής και εύληπτης εισαγωγής. Ενός γλαφυρού, δηλαδή, εγχειριδίου που θα εισάγει τον μη ειδικό αναγνώστη όχι μόνο στα συχνά δύσβατα θεωρητικά μονοπάτια, αλλά και στο γενικότερα πνεύμα της ενασχόλησης με την θεωρία.
Κατά δεύτερον, σε ένα ευρύτερο επίπεδο, τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα, και ιδίως την περίοδο της κρίσης, μπορεί να υποστηρίξει κανείς ότι αναδείχθηκε σε οξύτατο βαθμό το έλλειμμα μιας σοβαρής θεωρητικής κατάρτισης όσον αφορά την επιστημονική μελέτη των κοινωνιών. Άτοποι και βαρύγδουποι ιστορικοί παραλληλισμοί, αυτονόητη γεγονοτολογική και προσωποκεντρική έμφαση, στερεότυπες και προβληματικές διαπολιτισμικές συγκρίσεις, οι οποίες παραπέμπουν στην κοινωνική θεωρία του 19ου αιώνα, καθώς και μονοδιάστατα (και συγκρουσιακά) θετικιστικές και εμπειριστικές προσεγγίσεις της έννοιας της «πραγματικότητας» ήταν ορισμένα μόνο από τα χαρακτηριστικά μοτίβα που κατέκλυσαν (και ενίοτε δηλητηρίασαν) τον δημόσιο λόγο και διάλογο. Και όλα αυτά χωρίς συνήθως να υποψιαζόμαστε ότι η ενασχόληση με την κοινωνία δεν είναι μόνο μια «εμπειροτεχνική» διαδικασία, αλλά και μια εξειδικευμένη επιστημονική δραστηριότητα. Ένα σημαντικό κομμάτι της ευρύτερης θεωρίας των κοινωνικών και ανθρωπιστικών επιστημών συνιστά πλέον η αρχαιολογική θεωρία, δηλαδή οι διαφορετικές θεωρητικές προσεγγίσεις των κοινωνιών του παρελθόντος μέσα από τα υλικά τους κατάλοιπα.
Το συγκεκριμένο βιβλίο είναι, κατά την γνώμη μου, μια πραγματική αποκάλυψη για τον αναγνώστη. Ο εξαιρετικά ταπεινόφρων και φαινομενικά εξειδικευμένος τίτλος του δεν προϊδεάζει για τον πλούτο και τη σημασία του περιεχομένου του. Αφενός, με αφορμή την αρχαιολογική θεωρία το βιβλίο μυεί τον αναγνώστη σε ένα πολύ ευρύτερο φάσμα βασικών κοινωνιολογικών και επιστημολογικών εννοιών (π.χ. θετικισμό, εξελικτισμό, μαρξισμό, δαρβινισμό, μεταμοντερνισμό, κλπ.). Αφετέρου, οι σύνθετες αυτές θεωρητικές έννοιες καθίστανται προσιτές στον καθένα μέσω της σπάνιας γλαφυρότητας της αφήγησης και του ιδιαίτερου χαρίσματος του συγγραφέα. Θα ήθελα να ευχαριστήσω θερμά και από αυτή την θέση τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης και τον καθηγητή κ. Άγγελο Χανιώτη για το ότι αποδέχτηκαν την πρότασή μου να εντάξουν το παρόν βιβλίο στην εκδοτική σειρά «Νέες προσεγγίσεις στον αρχαίο κόσμο» και για το ότι μου εμπιστεύτηκαν την μεταφραστική εργασία. Τις θερμότερες ευχαριστίες οφείλω, επίσης, στον ίδιο τον συγγραφέα Matthew Johnson, καθηγητή πλέον στο Τμήμα Ανθρωπολογίας του Πανεπιστημίου Νορθγουέστερν των ΗΠΑ, για την άριστη συνεργασία και την πολύτιμη βοήθεια και συμβολή του κατά την διαδικασία της έκδοσης. Η ευθύνη για τις –σίγουρα υπαρκτές– αβλεψίες και μεταφραστικές αστοχίες ανήκει φυσικά εξ ολοκλήρου στον γράφοντα. Σε εποχές, άλλωστε, διαδικτύου η αντιπαραβολή μιας μετάφρασης με το πρωτότυπό της είναι τόσο εύκολη, ώστε «ουδέν κρυπτόν υπό τον ήλιον»…
Σύμφωνα με τον συγγραφέα, «είμαστε όλοι θεωρητικοί», είτε το θέλουμε είτε όχι. Το βιβλίο αυτό ανοίγει τον δρόμο για να γίνουμε καλοί και καταρτισμένοι θεωρητικοί, συνειδητοποιώντας την σημασία της θεωρίας, τον διαρκή διάλογο μεταξύ παρελθόντος και παρόντος και τη θεμελιώδη αξία του θεωρητικού πλουραλισμού και της κριτικής σκέψης. Η θεωρία της αρχαιολογίας είναι η θεωρία της κοινωνίας. Και, όπως ενδεχομένως καταδεικνύει το παρόν βιβλίο, η σοβαρή ενασχόληση με την θεωρητική μελέτη των κοινωνιών είναι, εκτός των άλλων, και μία από τις τελευταίες ελπίδες που μας έχουν απομείνει για να κατανοήσουμε κάποια στιγμή τι μας συμβαίνει σε αυτή την χώρα.