Υπάρχουν σιωπές που γεννιούνται από γαλήνη, κι άλλες που βλασταίνουν στη σκιά του φόβου. Μα η κοινωνική σιωπή, εκείνη που απλώνεται σαν πέπλο πάνω από πλήθη και πλατείες, πάνω από τηλεοράσεις που μουρμουρίζουν και δρόμους που δεν αντιμιλούν, είναι άλλη υπόθεση. Είναι μια σιωπή που δεν μοιάζει με ανάπαυση, είναι βάρος. Ένα βάρος μοιρασμένο σιωπηλά, απ’ άκρη σ’ άκρη μιας κοινωνίας που μαθαίνει να σωπαίνει πριν καν μάθει να μιλά.

Σιωπούν οι πολλοί. Όχι γιατί δεν έχουν τί να πουν, αλλά γιατί έχουν πάψει να πιστεύουν πως κάτι μπορεί ν’ αλλάξει. Η σιωπή γίνεται ασπίδα, μα όχι απέναντι στην αδικία, απέναντι στην ευθύνη. Είναι πιο εύκολο να προσπερνάς τον άστεγο, να μη βλέπεις τη βία, να ξεχνάς τη γειτόνισσα που σβήνει πίσω από κλειστά παντζούρια. «Δεν είναι δουλειά μου», λέει η σιωπή, και σφραγίζει στόματα με τη γόμα της αδιαφορίας.
Κάποτε η σιωπή ήταν σύμβολο σοφίας. Σήμερα, γίνεται εργαλείο ελέγχου. Όσο λιγότερο μιλάμε, τόσο πιο εύκολα διοικούμαστε. Μας μαθαίνουν να σωπαίνουμε από μικρούς: «Μη φωνάζεις», «Μην ανακατεύεσαι», «Μην τα χαλάσεις με τους άλλους». Κι έτσι, μεγαλώνουμε σιωπηλοί. Σιωπηλοί στο σχολείο, στη δουλειά, στα σπίτια. Γινόμαστε πολίτες της σιωπής, όχι επειδή τη θέλουμε, αλλά επειδή τη μάθαμε σαν κανόνα επιβίωσης.
Και όσοι μιλούν; Πληρώνουν. Ο ποιητής που γράφει «ακατάλληλα», η γυναίκα που καταγγέλλει, ο μαθητής που σηκώνει το χέρι για να ρωτήσει «γιατί;». Όποιος σπάει τη σιωπή, σπάει και τον καθρέφτη της ψεύτικης τάξης. Τον καθρέφτη που δείχνει τα πάντα ωραία, αρκεί να μην κοιτάξεις πολύ βαθιά.
Κι όμως, πάντα – μέσα στις πιο πηχτές σιωπές – κάτι τρεμοπαίζει. Μια ανάσα που γίνεται κραυγή. Ένα βλέμμα που ζητά δικαιοσύνη. Μια πράξη που λέει περισσότερα από χίλιες λέξεις. Η κοινωνική σιωπή δεν είναι άφθαρτη, ραγίζει. Και κάθε ρωγμή της είναι ελπίδα.
Ίσως, τελικά, να χρειάζεται να σωπάσουμε όχι από φόβο, αλλά για να ακούσουμε επιτέλους εκείνη τη φωνή που ψιθυρίζει μέσα μας: πως η σιωπή δεν είναι πάντα ουδετερότητα – είναι θέση. Και κάθε θέση φέρει ευθύνη.