Η διαγραφή Σαμαρά από τον Κυριάκο Μητσοτάκη έρχεται σε μια περίοδο που το πολιτικό σκηνικό μοιάζει ρευστό, λίγο μετά την επανεκλογή του Νίκου Ανδρουλάκη, την πλήρη συρρίκνωση του ΣΥΡΙΖΑ και την καταγραφή τάσεων του εκλογικού σώματος που δείχνουν να ενισχύουν τα κόμματα δεξιά της Νέας Δημοκατίας
Για το αν είναι λάθος η κίνηση του πρωθυπουργού να διαγράψει τον Αντώνη Σαμαρά αυτή την περίοδο, με δεδομένες τις απόψεις του κυρίως στα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής, αρκεί κάποιος να ρίξει μια ματιά στη τελευταία δημοσκόπηση της GPO. Οι χαμηλές πτήσεις όλων των κομμάτων και πρωτίστως των παραδοσιακών ή πρώην μεγάλων με κυβερνητική θητεία, αναδεικνύει, αυτή τη φορά με τρόπο δραματικό, την απαξίωση του πολιτικού συστήματος και την κρίση ηγεσίας, με την έννοια της απουσίας ηγετών που θα μπορούσαν να εμπνεύσουν ένα νέο εθνικό και κοινωνικό όραμα.
Ο ΣΥΡΙΖΑ μετά την αποχώρηση Κασσελάκη
Ο ΣΥΡΙΖΑ με την αποχώρηση Κασσελάκη και την ίδρυση από μέρους του ενός νέου, αριστερού όπως λέει, κόμματος, δείχνει να έχει πάρει μια μη αναστρέψιμη πορεία εξαΰλωσης. Πάνω απ’ όλα όμως με απωλεσθείσα την ταυτότητά του. Το ΠΑΣΟΚ μπορεί να βγήκε ενισχυμένο από τις εσωκομματικές εκλογές, αλλά φαίνεται να έκανε έναν γύρο γύρω από τον εαυτό του, επιλέγοντας τελικά για αρχηγό, τον ίδιο -τον Νίκο Ανδρουλάκη- που είχε αμφιβητήσει ως μη ικανό να δώσει προωθητική ώθηση στο κόμμα.
Η Νέα Αριστερά της καθαρότητας έδειξε πως δεν μπορεί να μετουσιώσει σε λαϊκή απήχηση την ιδεολογική σταθερότητά της.
Ο χώρος της δεξιάς έχει κατακερματιστεί με την Αφροδίτη Λατινοπούλου και τη Φωνή Λογικής να παρεμβάλλεται ανάμεσα στη ΝΔ και την Ελληνική Λύση του Κυριάκου Βελόπουλου, με φυσιογνωμία που παραπέμπει στην ευρωπαϊκή ακροδεξιά. Τη Νίκη παρά τους έντονους κλυδωνισμούς να αντέχει και τη Ζωή Κωνσταντοπούλου, με ασαφές στίγμα, να αποσπά ψήφους απ΄όλο το πολιτικό φάσμα.
Η δημιουργία πολλαπλών κομμάτων και κομματιδίων δεν αποτελεί το αποκορύφωμα της Δημοκρατίας, καθώς κανένα από αυτά δεν πείθει για την ιδεολογική καθαρότητά του και τη συνεκτική πολιτική του, δεν φέρει πίσω του οργανωμένους ψηφοφόρους και στηρίζεται στο αρχηγικό μοντέλο, που μπορεί να άγεται και να φέρεται για λόγους πολιτικής σκοπιμότητας.
Ο λαϊκισμός και ο εθνικισμός που χαρακτηρίζουν πολλά από αυτά τα κόμματα, δεν υπακούουν σε κάποιες σταθερές αξίες και πολύ εύκολα ενδέχεται να αρθούν προς όφελος της πορείας καθενός ξεχωριστά των κομμάτων. Μόνο κάποιες πολιτικές προσωπικότητες, ιδίως πρώην πρωθυπουργοί -ακόμη και ο Αλέξης Τσίπρας- ακολουθούν μια σταθερή σοβαρή πορεία με οριοθετημένες τις κοινωνικές, εθνικές και πολιτικές τους απόψεις.
Η ΝΔ, μετά την οδυνηρή εκλογική πτώση της στις ευρωεκλογές, μάχεται να πείσει, πως μπορεί να μειώσει την ακρίβεια και να βελτιώσει την καθημερινότητα, επιδιώκοντας παράλληλα να κλείσει (πώς;) το εθνικό πρόβλημα (ελληνοτουρκικά) με τρόπο που αμφισβητείται. Όμως, κρίνεται για τον τρόπο που ασκεί την πολιτική της, κυρίως με το πώς εφαρμόζει το φιλελεύθερο πρόγραμμά της με την αύξηση των κρατικών εσόδων, που όμως δεν αντανακλούν την κοινωνική ευημερία. Οι ερωτήσεις βουλευτών της προς υπουργούς για το πώς αντιμετωπίζουν σειρά προβλημάτων, του αγροτικού συμπεριλαμβανομένου, αναδεικνύει πως κάτι δεν πηγαίνει καλά στο εσωτερικό του.
Αυτή την ώρα, λοιπόν, που το εκλογικό σώμα απέχει από τα πολιτικά πεπραγμένα πλήρως απογοητευμένο, ο πρωθυπουργός επέλεξε να φέρει την κρίση εντός του κόμματός του, γεγονός που υποδηλώνει πως είναι η ανησυχία του πως η ΝΔ οδεύει προς την απώλεια της εξουσίας που τον οδηγεί σε ανάλογες επιλογές.