«Πιστεύω ότι η κυβέρνηση έκανε καλή αρχή»: το σήμα αυτό δίνει ο διευθύνων σύμβουλος του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας, Κλάους Ρέγκλινγκ, που μιλά για όλα τα ανοιχτά μέτωπα της ελληνικής οικονομίας στην «Καθημερινή».
Αναλυτικά, σε ερώτηση για την έκδοση 7ετούς ομολόγου, ο Κλ. Ρέγκλινγκ απαντά ως εξής: «Η πώληση του ομολόγου ήταν ένα ακόμη θετικό σήμα. Οι αγορές έχουν εμπιστοσύνη στις οικονομικές πολιτικές της νέας κυβέρνησης. Φυσικά, θα παρακολουθούν τις εξελίξεις από κοντά και θα ελέγχουν τις αποφάσεις. Αλλά επί του παρόντος είναι θετικές. Εύκολα πωλήθηκαν 2,5 δισ. ευρώ. Υπήρχαν προσφορές για 13 δισ. ευρώ, επομένως υπερκαλύφθηκε πάνω από πέντε φορές. Το επιτόκιο ήταν κάτω από 2%. Ήταν μεγάλη επιτυχία. Αυτό δείχνει ξανά: με τις σωστές πολιτικές, οι αγορές αντιδρούν θετικά. Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε ενάρετο κύκλο με χαμηλότερα επιτόκια. Κάτι τέτοιο μπορεί πράγματι να δημιουργήσει κάποιο δημοσιονομικό χώρο. Επίσης, οι ξένοι θα μπορούσαν να ενδιαφερθούν περισσότερο για άμεσες επενδύσεις στην Ελλάδα. Πιστεύω ότι η κυβέρνηση έκανε καλή αρχή».
Στο ερώτημα αν, κατά την πρόσφατη ομιλία του στο συνέδριο του Economist, πίσω από τον όρο, «διεύρυνση της φορολογικής βάσης», εννοούσε μείωση του αφορολογήτου, ο επικεφαλής του ESM απαντά κατά λέξη: «Ναι, ακριβώς, αυτή είναι η γενική σύσταση που δίνουν οι θεσμοί εδώ και καιρό: Συστήνουν τη διεύρυνση της φορολογικής βάσης, με σκοπό να επιτραπεί μια μείωση των φορολογικών συντελεστών. Θεωρώ ότι κάτι τέτοιο είναι φιλοαναπτυξιακό: Έχουμε μια κατάσταση όπου ένα σχετικά μικρό ποσοστό του εργαζόμενου πληθυσμού πληρώνει πραγματικά φόρους, υψηλούς σε σύγκριση με τις περισσότερες άλλες ευρωπαϊκές χώρες ή του ΟΟΣΑ. Για αυτό το συγκεκριμένο μέτρο συμφωνήθηκε πριν από καιρό και απογοητευθήκαμε που ανετράπη. Όλοι οι ευρωπαϊκοί θεσμοί κατέστησαν σαφές πως απογοητευθήκαμε».
Και στο επόμενο ερώτημα, αν η μείωσή του είναι υπό διαπραγμάτευση, ο κ. Ρέγκλινγκ διευκρινίζει: «Η Ελλάδα δεν είναι σε πρόγραμμα. Συνεπώς, δεν έχουμε πρόθεση να επιβάλλουμε οποιαδήποτε αιρεσιμότητα. Αυτό είναι παρελθόν. Ωστόσο -προσθέτει- έχουμε άποψη για το ποια μέτρα είναι φιλοαναπτυξιακά και ποια όχι».
Στη συνέχεια της συνέντευξής του ο Κλ. Ρέγκλινγκ αναγνωρίζει ότι «είναι μάλλον θετική» η μείωση ορισμένων φορολογικών συντελεστών, ιδίως στο εισόδημα, με την προσθήκη ότι, κατά την άποψή του, οι φόροι κατανάλωσης είναι διαφορετική περίπτωση. Και, εν κατακλείδι, «φυσικά μας ενδιαφέρει επίσης πώς θα βγουν οι αριθμοί στο τέλος. Γιατί αν οι φόροι μειωθούν και υπάρχει κενό στον προϋπολογισμό, αυτό πρέπει κάπως να καλυφθεί και δεν έχουμε δει τις λεπτομέρειες επ’ αυτού. Φυσικά, αυτό δεν αποτελεί κριτική για την κυβέρνηση, αφού ανέλαβε καθήκοντα εδώ και μόλις πάνω από μία εβδομάδα», δηλώνει και παραπέμπει στις συζητήσεις που θα γίνουν με την κυβέρνηση το Σεπτέμβριο, με αντικείμενο τον επόμενο προϋπολογισμό.
Για τη ΔΕΗ, τέλος, λέει ότι «είναι ένα παράδειγμα, όπου φαίνεται πως υπήρχε πολιτική παρέμβαση στο παρελθόν. Αυτό οδήγησε στα οικονομικά προβλήματα που βλέπουμε τώρα (…) Η νέα κυβέρνηση σαφώς λέει ότι είναι αποφασισμένη να αντιμετωπίσει αυτά τα προβλήματα».