Στη διάρκεια της Κατοχής ο Μίμης Φωτόπουλος είχε πάρει μέρος στην Εθνική Αντίσταση. Ο Δεκέμβρης του 1944, η εξορία του στην Ελ Ντάμπα και οι διώξεις των ΕΑΜιτών ηθοποιών, τον σημαδεύουν.
Η Συμφωνία της Βάρκιζας τον βρίσκει πίσω από τα συρματοπλέγματα του στρατοπέδου.
Στα τέλη Μάρτη του 1945, παίρνει το δρόμο του γυρισμού.
«Εμείς που ήρθαμε τελευταίοι» – γράφει στην αυτοβιογραφία του – «είχαμε περάσει πάνω από δυόμισι μήνες στην έρημο. Είχαμε δοκιμάσει πολλούς εξευτελισμούς, πολλούς πόνους, πολλά βάσανα. Και στα σύρματα είχαμε αφήσει ένα ματωμένο κομμάτι της ζωής μας».
Υπήρξε μέλος του ΔΣ του ΣΕΗ, μέλος της Πανελλήνιας Ένωσης Ελευθέρου Θεάτρου και πρόεδρος του ΔΣ Άρματος Θέσπιδος.
Παρά τη λαμπρή του καριέρα στο θέατρο και τον κινηματογράφο,το 1981, όταν θέλησε να συνταξιοδοτηθεί, δε στάθηκε δυνατόν. Είχε μόνο 1.400 ένσημα, που δεν αρκούσαν ούτε για τη μικρότερη σύνταξη. Έπρεπε να δουλέψει άλλα πέντε χρόνια για να συμπληρώσει τη βάση. Δούλεψε. Τα συντάξιμα του συμπληρώθηκαν δια της βίας με τις τελευταίες ραδιοτηλεοπτικές εμφανίσεις του και με μια τιμητική σύνταξη από το ΥΠΠΟ, που όμως δε χάρηκε παρά ελάχιστα, αφού τα προβλήματα υγείας του τον πρόδωσαν.
Τα πρώτα του βήματα
Γεννήθηκε στη Ζάτουνα της Γορτυνίας στις 20 Απρίλη του 1913. Τα παιδικά του χρόνια ήταν δύσκολα, καθώς έμεινε νωρίς ορφανός από πατέρα. Ξεκίνησε να σπουδάζει στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών, αλλά την παράτησε στο δεύτερο έτος. Η καλλιτεχνική του φύση τον οδήγησε στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου (τότε Βασιλικού Θεάτρου). Απογοητεύεται νωρίς και φεύγει πηγαίνοντας στη Δραματική Σχολή του Κουνελάκη, παίρνοντας μαζί του το προσωνύμιο «γέρος» λόγω της ιδιαίτερης μπάσας φωνής του. Πρεμιέρα στη θεατρική του καριέρα έκανε στο 1932, στην παράσταση «Λοκαντιέρα», με το θίασο Κουνελάκη.
Το 1934 κάνει την πρώτη του περιοδεία με το θίασο «Δράματος, κωμωδίας, κωμειδυλλίου και επιθεωρήσεως» του Θεμιστοκλή Νέζερ, ως αντιγραφέας και πέμπτος κατά σειρά κωμικός στην αυστηρή ιεραρχία που επικρατούσε τότε στα θέατρα. Ακολουθεί η περίοδος που ο ηθοποιός περιφέρεται στην ελληνική επαρχία με θιάσους μπουλουκιών με πενιχρά μεροκάματα, αλλά αποκτώντας μια πολύτιμη πείρα σκηνής και ζωής. Το 1945 εκδίδει μια σειρά ποιημάτων με τίτλο «Τα μπουλούκια». Το 1939 παίζει στο «Βυσσινόκηπο» του Τσέχοφ με τον πρωτοεμφανιζόμενο θίασο του Κάρολου Κουν.
Λίγο πριν τον πόλεμο του ’40, ξαναρχίζει η περιπλάνησή του με μικρούς θιάσους και μετά κάνει ένα σύντομο πέρασμα απ’ το χώρο του βαριετέ και το θέατρο της Κατερίνας, συμμετέχοντας σε πολεμικές επιθεωρήσεις και μουσικές ηθογραφίες. Μεταπηδάει στο θίασο Αργυρόπουλου, παίζοντας το ρόλο του Ασλάκσιν στον «Εχθρό του λαού» του Ερρίκου Ιψεν.
«Ματωμένο κομμάτι ζωής»
Στη διάρκεια της Κατοχής πήρε μέρος στην Εθνική Αντίσταση. Τα Δεκεμβριανά, η εξορία του στην Ελ Ντάμπα, το εμφυλιακό κλίμα, οι διώξεις των ΕΑΜιτών ηθοποιών, τον κρατούν για δύο χρόνια μακριά από την πρωταγωνιστική του θέση. Η Συμφωνία της Βάρκιζας τον βρίσκει πίσω από τα συρματοπλέγματα του στρατοπέδου. Στα τέλη Μάρτη του 1945, παίρνει το δρόμο του γυρισμού.
«Εμείς που ήρθαμε τελευταίοι» – γράφει στην αυτοβιογραφία του – «είχαμε περάσει πάνω από δυόμισι μήνες στην έρημο. Είχαμε δοκιμάσει πολλούς εξευτελισμούς, πολλούς πόνους, πολλά βάσανα. Και στα σύρματα είχαμε αφήσει ένα ματωμένο κομμάτι της ζωής μας».
1950. Ο Μίμης Φωτόπουλος συμμετέχει στην πρώτη σπονδυλωτή ταινία του ελληνικού κινηματογράφου,την «Κάλπικη Λίρα»
Το 1947 παντρεύεται την Δήμητρα Τσάλα και αποκτά την πρώτη του κόρη. Με τον θίασο του Κουν κάνει επιτυχημένες παρουσίες, στον «Βυσσινόκηπο» του Τσέχοφ, αλλά και στα «Παντρολογήματα» του Ν. Γκόγκολ. Η αναγνώριση στο θέατρο έρχεται το καλοκαίρι του 1948, αφού είχε κάνει και το ντεμπούτο του στο σινεμά σ’ ένα μικρό ρόλο στο φιλμ «Οι Γερμανοί ξανάρχονται», με το νούμερο που κάνει στην επιθεώρηση «Άνθρωποι – άνθρωποι» των Σακελλάριου – Γιαννακόπουλου πλάι στους Ορέστη Μακρή, Μαυρέα, Τσαγανέα, Ηλιόπουλο, Βρανά.
Το 1950-51 ο Φωτόπουλος ήταν, ήδη, ταιριαστό θεατρικό δίδυμο με τον Ντίνο Ηλιόπουλο, όταν κάνουν στο «Ρεξ» την «Αννα των χιλίων ημερών», με σκηνοθέτη τον Δημήτρη Μυράτ. Στη συνέχεια παίζει για πρώτη φορά δίπλα στην Κοτοπούλη, στην «Καινούρια ζωή». Το 1967 γράφει και παρουσιάζει στη Θεσσαλονίκη το πρώτο του θεατρικό έργο «Ένα κορίτσι στο παράθυρο», σε μουσική Μάνου Λοΐζου.
«Ταξιδιώτης» με πολλές αποσκευές
Λαμπρή ήταν η καριέρα του και στον κινηματογράφο. Συνολικά συμμετείχε σε 101 ταινίες, σε δύο από τις οποίες είχε γράψει και το σενάριο. Από τις μεγάλες επιτυχίες του θεωρούνται οι ταινίες «Ταξιδιώτης χωρίς αποσκευές», «Κάλπικη Λίρα», «Λατέρνα, φτώχεια και φιλότιμο», «Ο Πατούχας», «Το σωφεράκι», «Ο γρουσούζης» κ.ά. Εμφανίστηκε, επίσης, και στην τηλεοπτική σειρά «Ο θείος μας ο Μίμης» (1984). Το λογοτεχνικό του ταλέντο μας χάρισε 7 βιβλία (4 ποιητικές συλλογές: «Μπουλούκια» 1940, «Ημιτόνια» 1960, «Σκληρά τριολέτα» 1961 και ο «Θάνατος των ημερών» 1976) και 3 αυτοβιογραφικά («25 χρόνια θέατρο» 1958, «Το ποτάμι της ζωής μου» και «Ελ Ντάμπα – Όμηρος των Εγγλέζων» 1965) και δύο θεατρικά έργα.
Υπήρξε μέλος του ΔΣ του ΣΕΗ, μέλος της Πανελλήνιας Ενωσης Ελευθέρου Θεάτρου και πρόεδρος του ΔΣ Άρματος Θέσπιδος. Τιμήθηκε με τα παράσημα Χρυσό Σταυρό του Γεωργίου Α` και Σταυρό του Αποστόλου Μάρκου Πατριαρχείου Αλεξάνδρειας.
Η γυναίκα του Μαργαρίτα Τσάλα, με την οποία απόκτησε δύο κόρες, είχε εξοριστεί στη Γυάρο, κατά τη διάρκεια της χούντας. Τότε έμεινε μόνος του με τις δύο κόρες του. Εκείνη την περίοδο ασχολήθηκε με αξιοσημείωτη επιτυχία με την τεχνική του κολάζ και μάλιστα με έναν πολύ ιδιαίτερο τρόπο, τη χρήση «ψηφίδων» από γραμματόσημα με τις οποίες έφτιαξε μεγάλο αριθμό ζωγραφικών πινάκων.
Το 1975 γράφει και ανεβάζει, με το θίασο «Αυλαία», το δεύτερο έργο του «Πελοπίδας ο καλός πολίτης». Το ταξίδι του στο θεατρικό σανίδι τελειώνει με τις επιθεωρήσεις «Το ΠΑΣΟΚ της Χάιδως» και «Του ΠΑΣΟΚ τους το χαβά» των Λάκη Λαζόπουλου – Γιάννη Ξανθούλη (1984).
Πέθανε ξαφνικά από ανακοπή καρδιάς, στις 29 Οκτώβρη του 1986.
Κι όμως αυτός ο άνθρωπος με πενήντα χρόνια σκληρής δουλειάς, το 1981, όταν θέλησε να συνταξιοδοτηθεί, δε στάθηκε δυνατόν. Είχε μόνο 1.400 ένσημα, που δεν αρκούσαν ούτε για τη μικρότερη σύνταξη. Έπρεπε να δουλέψει άλλα πέντε χρόνια για να συμπληρώσει τη βάση. Δούλεψε. Τα συντάξιμά του συμπληρώθηκαν δια της βίας με τις τελευταίες ραδιοτηλεοπτικές εμφανίσεις τους και με μια τιμητική σύνταξη από το ΥΠΠΟ, που όμως δε χάρηκε παρά ελάχιστα, αφού τα προβλήματα υγείας του τον πρόδωσαν.
Σε μια συνέντευξή του το 1983 γύρω από το θέατρο, υπογράμμιζε:
«Η Ελλάδα ήταν πάντοτε πνευματική αποικία. Και δυστυχώς εξακολουθεί να είναι… Το θέατρο ήταν και είναι μια παγκόσμια θρησκεία που αγκαλιάζει όλους τους ανθρώπους της Γης. Κι εμείς τούτη τη θρησκεία την κάναμε «οίκον εμπορίου και οίκον απωλείας». Στον τόπο μας ποτέ η τέχνη δεν έγινε κτήμα του λαού. Αυτό δε συνέφερε την άρχουσα τάξη».