Ο ποιητής και ακαδημαϊκός Νικηφόρος Βρεττάκος, έφυγε από τη ζωή πριν από τρεις δεκαετίες, στις 4 Αυγούστου 1991.
Πεπραγμένα
Όταν φύγω, θα ξέρω καλά τι άφησα
πίσω μου. Απ’ τη μια σ’ έναν αίνο
ισχνό τη χαρά που μου δώσαν
τα πράγματα τού γύρω μου θαύματος.
Απ’ την άλλη τη θλίψη μου, μια
κατάθεση λουλουδιών στον γιομάτο
από μάρτυρες, τον διαρκώς από μέσα
σειόμενο τούτο τύμβο της γης.
Από πού αναδύεται η αγγελικότητα της ποίησης του Νικηφόρου Βρεττάκου; Δεν υπάρχει πιο απλό αλλά και πιο σύνθετο ερώτημα. Ο Ανδρέας Καραντώνης έγραψε πως τα λόγια του ποιητή αυτού είναι ποτισμένα από ένα «υγρό καλωσύνης». Εγώ θα πρόσθετα ότι στο Βρεττάκο «είν’ όλ’ αγνά, σαν αγιασμένα». Περιβάλλονται από ένα φωτοστέφανο προσευχής. Στο βάθος του ο Βρεττάκος είναι θρησκευτικός ποιητής. Η ποίησή του είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τον άνθρωπο. Δίχως τον άνθρωπο ποίηση για το Βρεττάκο δεν υπάρχει. Παντού είναι κυρίαρχη η παρουσία του. Παρουσία όμως όχι ενός ανθρώπου ευδαιμονιστή και μακάριου, αλλά ενός ανθρώπου «κοπιώντος» και «πεφορτισμένου».
Η ποίηση του Βρεττάκου αποσυνδέεται από την καταγωγή της. Δεν έχει πατρίδα. Η πατρίδα της ονομάζεται γη. Μια γη που γεννήθηκε ελεύθερη και οι άνθρωποι τής έβαλαν σύνορα.
Γι’ αυτό η ποίηση του Βρεττάκου απέχει αρκετά από το να λέγεται ελληνική. Είναι οικουμενική. Και θα έλεγα υπερχρονική. Είναι πέρ’ από τους συρμούς, πέρ’ απ’ τις συμβατικές ημερομηνίες.
Γραμματολογικά εντάσσεται στη γενιά του ‘30.