Ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου, που ταυτίστηκε με το ρόλο του κακού στη μεγάλη οθόνη. Σήμα κατατεθέν του: η χαρακτηριστική, τρεμάμενη φωνή του και το άγριο παρουσιαστικό του.
Βέρος Αθηναίος, ο Σπύρος Καλογήρου γεννήθηκε στην Κυψέλη στις 3 Νοεμβρίου του 1922. Στα εφηβικά του χρόνια άρχισε να εργάζεται ως φωτογράφος. Με το θέατρο ασχολούνταν ερασιτεχνικά, μέχρι που κάποιος σκηνοθέτης τον παρότρυνε να γραφτεί στη Δραματική Σχολή του Ελληνικού Ωδείου.
Πρωτοεμφανίστηκε στο θέατρο το 1955, με τον θίασο του Ν. Χατζίσκου στον «Ερωτόκριτο» και ακολούθησε ο «Άμλετ». Η θεατρική του σταδιοδρομία άρχισε ουσιαστικά να διαμορφώνεται με την ένταξή του στο «Θέατρο Τέχνης» του Καρόλου Κουν, το 1960, με το οποίο έπαιξε σε ιστορικές παραστάσεις (π.χ. «Όρνιθες», «Πέρσες») σε Ελλάδα και εξωτερικό. Συνεργάστηκε με τους θιάσους των Λαιμού, Ροντήρη, Μινωτή, Σολωμού, Κουν, Κατράκη, Μυράτ, Λαμπέτη, Κατερίνας κ.ά.
Στη δεκαετία του ’80 άρχισε να συγκροτεί προσωπικούς θιάσους μαζί με τη σύζυγό του, Ευαγγελία Σαμιωτάκη, κι έκαναν πολλές περιοδείες. Έπαιξε σε περίπου διακόσια θεατρικά έργα και σε όλα τα είδη του θεάτρου, κλασικούς και σύγχρονους συγγραφείς, από θέατρο του παραλόγου (Ιονέσκο) μέχρι επιθεώρηση, αλλά και σε πολλά του ελληνικού δραματολογίου.
Από τους τελευταίους, χαρακτηριστικούς ρόλους του στη σκηνή, στον οποίο υπήρξε απολαυστικός, ήταν αυτός του Λουκά στο «Λόγω Φάτσας» του Γιώργου Διαλεγμένου, που σκηνοθέτησε ο Αντώνης Αντύπας στο «Απλό Θέατρο» (1993-1995). Το καλοκαίρι του 1996 εμφανίστηκε με τον Θύμιο Καρακατσάνη στο «Καραγκιόζη-Ντριμ», ερμηνεύοντας τον Μπάρμπα-Γιώργο, ενώ το 1999 έπαιξε στο πλευρό της Μιμής Ντενίση στο «Εγώ η Λασκαρίνα».
Τον φοβόντουσαν τα παιδιά της γειτονιάς
Το γέλιο του, το μούτρο του, οι ρόλοι του… Όλα συνετέλεσαν στο να τον φοβούνται τα παιδιά της γειτονιάς του εκεί στη Κυψέλη. Ο ίδιος όμως, την ίδια ώρα έγραψε στίχους ρομαντικούς στην επί 50 χρόνια γυναίκα του Ευαγγελία Σαμιωτάκη… Ο λόγος, για τον Σπύρου Καλογήρου, ο οποίος σαν σήμερα, το 2009 έφυγε από τη ζωή.
Γνωστή μούρη του κινηματογράφου και του θεάτρου, είχε πάντα κομβικούς ρόλους, συνήθως του κακού και του… αντιπαθητικού, αλλά αναμφισβήτητα ήταν μεγάλη και αναγνωρίσιμη μορφή, παίζοντας σε πάνω από 80 ταινίες. Και να φανταστεί κανείς πως τον ήταν από… το χέρι για να γίνει καλλιτέχνης και δη ηθοποιός. Κυριολεκτικά.
Το 1955 πρωτοεμφανίστηκε στον κινηματογράφο
Στον κινηματογράφο πρωτοεμφανίστηκε το 1955 στην ταινία του Ντίμη Δαδήρα «Ο αγαπητικός της βοσκοπούλας». Έκτοτε συμμετείχε σε περισσότερες από 60 ταινίες, μαζί με τα μεγαλύτερα ονόματα του ελληνικού σινεμά. Εμφανίστηκε σε περίπου 55 ταινίες, ανάμεσά τους οι: «Η Αθήνα τη νύχτα», «Στεφανία», «Κοντσέρτο για πολυβόλα», «Η νεράιδα και το παλικάρι», «Η δασκάλα με τα ξανθά μαλλιά», «Η Μαρία της σιωπής», «Ο άνθρωπος με το γαρίφαλο», «Στάκαμαν». Όμως, η ταινία που άφησε εποχή ήταν η «Λόλα», στην οποία ο Σπύρος Καλογήρου είχε πει την αξέχαστη φράση «Είναι πολλά τα λεφτά Άρη», προς τον τότε συμπρωταγωνιστή του Νίκο Κούρκουλο, για τα «μάτια» της Τζένης Καρέζη.
Το 1966, στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης, του απονεμήθηκε τιμητική διάκριση για την ερμηνεία του στη μικρού μήκους ταινία «Τζίμης ο Τίγρης» του Παντελή Βούλγαρη και οι κριτικοί κινηματογράφου τού απένειμαν το 1971 τον Αργυρό Απόλλωνα για τον ρόλο του στην ταινία «Κατάχρηση εξουσίας». Τιμήθηκε με τη Χρυσή Κεφαλή του «Θεάτρου Βαχτάγκοφ» της Μόσχας. Εμφανίστηκε και σε τηλεοπτικές σειρές («Και οι παντρεμένοι έχουν ψυχή»).
Ποιος τον “ανακάλυψε”
Ήταν ο σκηνοθέτης του ραδιοφωνικού σταθμού των Ενόπλων Δυνάμεων, ο οποίος κάτι διέκρινε στη φωνή του. Όταν άκουσε «άσε με ήσυχο. Έχω τη δουλειά μου, βγάζω το μεροκάματό μου», εννοώντας τη δουλειά στο φωτογραφείο που διατηρούσε με τον αδελφό του, ο σκηνοθέτης τον πήρε από το χέρι και τον πήγε στη σχολή του Ελληνικού Ωδείου.
Έχει παίξει σε ταινίες που έχουν γράψει ιστορία, με τους κορυφαίους ηθοποιούς που έχουν περάσει ποτέ από την Ελλάδα. Γούσταρε όμως και την διήγηση… Όπως αυτή στην Αντίπαρο το 1960, στο διάλειμμα των γυρισμάτων της ταινίας «Μανταλένα» με την Αλίκη Βουγιουκλάκη.
Ο Θανάσης Βέγγος μίλησε για την εξορία στην Μακρόνησο, ο Καλογήρου για την Κατοχή και ο σκηνοθέτης Ντίνος Δημόπουλος τον κατέγραφε…
«Στην κατοχή έπρεπε να τα πουλάς και να τα αγοράζεις όλα. Να τον ξεγελάσεις, να τον κλέψεις, να τον φέρεις βόλτα τον Γερμανό» έλεγε ο Καλογήρου στους συνδαιτυμόνες του, που υποστήριζε ότι στην κατοχή υπήρξε σαλταδόρος, μαυραγορίτης, έμπορος λαθραίων τσιγάρων, ένα τσογλανάκι στα 13, 14 του χρόνια.
«Αυτό πέρναγε ρε, εκείνη την εποχή. Μπορούσες, το ’λεγε η καρδιά σου να τον δουλέψεις, να τον ξεγελάσεις, να τον κλέψεις, να τον φέρεις βόλτα τον Γερμανό; Ε, αυτό ήταν. Ήσουν αντιστασιακός» έλεγε.
Ο Βέγγος τον ρώτησε με έκπληξη: «Και δε σε πιάσανε ρε ποτέ;» και ο Καλογήρου του απάντησε: «Και τι ήμουνα εγώ ρε, να κάτσω να με πιάσουνε; Κότα; Εγώ ήμουνα αητός, μωρέ, γεράκι ήμουνα».
Ο καλός “κακός” του ελληνικού κινηματογράφου
Παρά την κινηματογραφική εικόνα του κακού, με την οποία ταυτίστηκε, στην αληθινή ζωή του ο Σπύρος Καλογήρου υπήρξε ένας πολύ γλυκός και τρυφερός άνθρωπος. Συνοδοιπόρος του στη ζωή υπήρξε η Ευαγγελία Σαμιωτάκη, επίσης ηθοποιός, με την οποία παντρεύτηκε το 1952. Μαζί απέκτησαν ένα γιο και αποτέλεσαν ένα από τα πιο αγαπημένα και μακροβιότερα ζευγάρια της σοουμπίζ.
Πέθανε, σε ηλικία 87 ετών, στις 27 Ιουνίου 2009.