Το πρωί σηκώθηκα να πάω στην αγορά του Αργοστολίου, να προμηθευτώ τα φημισμένα μικρά μα πολύ καυτερά σκόρδα Ληξουρίου.
Είναι δύσκολο να τα βρεις. Σπάνιος σπόρος. Καυτερός. Δυνατός. Τα λουβιά τους μικρά. Η γεύση τους απαράμιλλη.
Η Κυρία Μαρία μου τα έδειξε. 30€ η πλεξούδα. «Μα τι είναι; Χρυσά»; «Χαβιάρι είναι αφέντη. Έλα στο Ληξούρι να τα βρεις». Τέλος. Είναι τρελοί.
Τι το ήθελα;
Οι δυο πόλεις της Κεφαλονιάς το Ληξούρι και το Αργοστόλι, έχουν μια πραγματικά πολύ μεγάλη κόντρα με τους κατοίκους των δυο περιοχών να αλληλοπεριφρονούνται, να σνομπάρονται και να απαξιούν να ασχοληθούν με τους «αντιπάλους».
Στα βάθη του χρόνου, περίπου στα μέσα του 18ου αιώνα, ο μόνος αξιόλογος οικισμός του νησιού ήταν το Ληξούρι.
Τότε άρχισαν οι κάτοικοι από το κάστρο του Αγίου Γεωργίου να κατεβαίνουν και να εγκαθίστανται στο λιμάνι του Αργοστολίου και σιγά-σιγά διαμορφώθηκε ως το αντίπαλον δέος του Ληξουρίου.
Το ένα έφερε το άλλο και η κόντρα κρατάει μέχρι σήμερα. Δεν είναι τυχαίο ότι το άγαλμα του Ανδρέα Λασκαράτου στο Ληξούρι, είναι τοποθετημένο έτσι ώστε τα…οπίσθιά του να βλέπουν στο Αργοστόλι. Για ευνόητους λόγους…
Ένα από τα πολλά περιστατικά που κρατούν την κόντρα ζωντανή συνέβη πριν αρκετά χρόνια, στο καρναβάλι. 10 δαιμόνιοι Ληξουριώτες αποφάσισαν να απαγάγουν τον Αργοστολιώτη Καρνάβαλο γιατί… κουρλοί είναι ό,τι θέλουν κάνουν. Όπερ και εγένετο. Τον πήραν από το Αργοστόλι τον μετέφεραν με το φέρυ μποτ στο Ληξούρι και οι Αργοστολιώτες έψαχναν να βρουν πώς γίνεται να ανοίξει η γη και να τον καταπιεί.
Να πώς περιγράφουν οι ίδιοι οι πρωταγωνιστές το σκηνικό: «Οι ανοματαίοι – οχτώ άντρες και δυο κοπέλες τρία αυτοκίνητα – μπλε, άσπρο, μπεζ, – σύμφωνα με το σχέδιο, το βράδυ – κατάτσι 2 και μισή, τση παραμονής τση μεγάλης παράτας, αμολάρισαν για τ’ Αργοστόλι.
Μαζί τους είχαν τα σύνεργα και μεταξύ αυτών ήταν και … λιόπανα!
Έφτακαν στη μεγάλη πρωτεύουσα τση νήσου, κοντά στο τολ πίσω από το ΚΤΕΛ και ετοιμάστηκαν να αναλάβουν τσου ρόλους τσου.
Αφουγκράστηκαν τσου ήχους και τσου περαστικούς κι αφού σιγουρεύτηκαν, ένα αντρόγυνο από δαύτους καλού – κακού, έστεκε μισαγκαλιασμένο παρακεί παριστάνοντας τσου αμορόζους για να γλέπουν μήπως και φανεί … κάνας οχτρός!
Οι άλλοι ανόματαίοι μαζί με τον “‘κοντό” και τον “ψηλό”, προσπαθούσαν να ανοίξουν την πόρτα του τολ, ανοίγοντας μια τρούπα τσι λαμαρίνες. Αφού ανοίχτηκε η τρούπα οι άλλοι πέταξαν τον “κοντό” μέσα κι ακούστηκε ένα… μπαμ! Τούτο γένηκε γιατί έσκασε με την καρκάλα του πάνω σε … μπογιές!
Ο …μπογιατισμένος “κοντός”, δε μπορούσε να ορθώσει τσι λέξεις καλά, κι έτσι είπε! “ε….ε….ε…εδώ είναι! Δω… δω… δώστε μου τον γκόφιη” (=κόφτης). Αφού λοιπόν πήρε το …γκόφτη ξεκίνησε το ….έργο του». Είναι τρελοί. Είναι λολοί. Τους λατρεύω.