Την ακύρωση της μεταφοράς του καζίνο της Πάρνηθας στο Μαρούσι Αττικής αποφάσισε με μία σειρά αποφάσεών της η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας.
Στο ΣτΕ είχαν προσφύγει ο δήμος Χαλανδρίου και το καζίνο Λουτρακίου καθώς και κάτοικοι της περιοχής.
Πρόκειται για άλλη μία σημαντική επένδυση που απασχόλησε τη Δικαιοσύνης . Η προβληματικότητα του νόμου, όπως προκύπτει και από το σκεπτικό της απόφασης που ελήφθη με ισχυρή πλειοψηφία, οδήγησε τους ανώτατους δικαστικούς σε ακύρωση της σχετικής απόφασης για την μεταφορά του καζίνο από την Πάρνηθα στο Μαρούσι.
Αναλυτικά σημεία της αποφάσεως της Ολομελείς του ΣτΕ:
“Το Σύνταγμα δεν αποκλείει, κατ’ αρχήν, την εισαγωγή με τυπικό νόμο ρυθμίσεων ατομικού χαρακτήρα, κατ’ απόκλιση από τη συνήθη διαδικασία που καθορίζεται στην οικεία νομοθεσία. Τούτο, όμως, ενόψει της συνταγματικής αρχής της διάκρισης των λειτουργιών, είναι επιτρεπτό κατ’ εξαίρεση, μόνο σε ειδικές περιπτώσεις, που δικαιολογούν τη θέσπιση ατομικών ρυθμίσεων με τυπικό νόμο· η συνδρομή δε των ειδικών αυτών συνθηκών πρέπει να προκύπτει από την αιτιολογική έκθεση του τυπικού νόμου και τα συνοδευτικά αυτής στοιχεία ή από τις συζητήσεις κατά την ψήφιση του νόμου στη Βουλή ή, τέλος, από τις συντρέχουσες πραγματικές περιστάσεις, υπό τις οποίες καθίσταται πρόδηλη η ανάγκη επιλογής από τον νομοθέτη της ως άνω εξαιρετικής διαδικασίας. Περαιτέρω, η θέσπιση με τυπικό νόμο ρυθμίσεων ατομικού χαρακτήρα τελεί υπό την προϋπόθεση ότι με τις εισαγόμενες ρυθμίσεις δεν παραβιάζονται συνταγματικές διατάξεις και αρχές, καθώς και οι κανόνες του Δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή άλλοι κανόνες υπερνομοθετικής ισχύος. Τέτοιοι κανόνες είναι, μεταξύ άλλων, οι απορρέοντες από την συνταγματική αρχή της ισότητας [άρθρο 4 Συντάγματος] και από το δικαίωμα συμμετοχής στην οικονομική ζωή της χώρας, με την άσκηση επιχειρηματικής δραστηριότητας στο πλαίσιο ανταγωνιστικής αγοράς [άρθρο 5 Συντάγματος], καθώς και η συναφής αρχή της διαφάνειας κατά τη θέσπιση ρυθμίσεων που ευνοούν ορισμένα πρόσωπα ή κατηγορίες προσώπων ή περιορίζουν τον ανταγωνισμό, ώστε να δύναται να διαγνωσθεί εάν οι ρυθμίσεις αυτές κινούνται εντός των συνταγματικών ορίων.