Μια Πέμπτη που έμοιαζε με Παρασκευή
Έφυγα από το γραφείο νωρίς
Ανέβηκα την Ακαδημίας με τον ήλιο τύφλα
Μετά Μεταξά για Διδότου
Στάση στο 37
Δεύτερη, στη βιτρίνα του 34
Τρεις κοπέλες με λάπτοπ και καφέ
Ένας νεαρός έξω διαβάζει
Κατεβαίνω Μαυρομιχάλη και Βαλτετσίου
Στο Warehouse ένας πίνει άλλος τρώει
Και τι δε θα δινα να καθόμασταν και μεις εδώ
Δυο ποτήρια δροσερό κρασί
Ακόμη κι όρθιοι ακόμη και βιαστικοί
Στη Ριβιέρα από συνήθεια ψάχνω τα προσεχώς
“Πάει έκλεισε κι αυτή”
“Η Ριβιέρα;”
“Δηλαδή για χειμώνα. Δηλαδή τι χειμώνα;”
Σηκώνει τα χέρια της
Να αγκαλιάσει τον ουρανό
“Είπανε ότι θα κάνει ζέστη φέτος τον χειμώνα”
Μου μιλάει ενώ απομακρύνεται με την όπισθεν
Στο μεξικάνικο η Β με δυο φίλους
Χαμογελάμε έξω από το συνηθισμένο πλαίσιο
Αμήχανα χαμογελάω εγώ
Μου φαίνεται περίεργο της λέω
Εμένα όχι μου λέει
Στη Ροζαλία δυο τουρίστες με κοντομάνικα
Κι άλλοι δυο με πουκάμισα καρό αναψοκοκκινισμένοι
Ένας ταλαιπωρημένος μεσήλικας σφουγγίζει το μούσι του με ένα κομμάτι ψωμί
Στο πιάτο του έχουν απομείνει τα κόκκαλα ολομόναχα
Στην πλατεία κανείς δεν πουλάει πειρατικά cd
Όλοι προσέχουν πια το κενό μεταξύ κορμού και λαμαρίνας