Στο περίγραμμα της έννοιας «θεατράνθρωπος» έχουν ανταποκριθεί πολλοί Έλληνες καλλιτέχνες, οι οποίοι για διάφορους λόγους είχαν το σανίδι σε απόλυτη προτεραιότητα κατά τη διάρκεια της καριέρας τους, συγκριτικά με τον κινηματογράφο ή την τηλεόραση.
Λίγοι όμως το έκαναν με τόση επιτυχία όσο ο Βασίλης Τσιβιλίκας, ο οποίος έως και την τελευταία ημέρα της ζωής του έσπαγε τα ταμεία των θεάτρων με τα οποία συνεργαζόταν ως θιασάρχης.
Ο αδόκητος χαμός του από καρδιακό επεισόδιο στις 29 Φεβρουαρίου του 2012 συγκλόνισε τον καλλιτεχνικό κόσμο και τους πολυάριθμους θαυμαστές του σπουδαίου κωμικού, τερματίζοντας μια 35χρονη πορεία στο θέατρο, το οποίο αγάπησε όσο τίποτε άλλο.
Το πληθωρικό ταλέντο του συνδυάστηκε από τους κριτικούς με το αξίωμα ότι «θα μπορούσε να παίξει τα πάντα», εκείνος όμως αφιερώθηκε σχεδόν σε όλη την καριέρα του στην απαιτητική κωμωδία, σαν σε εντεταλμένη αποστολή να κάνει τον κόσμο να γελά.
Ο αυτοσχεδιασμός είναι το αλατοπίπερο της υποκριτικής και ο Τσιβιλίκας διέπρεψε σε αυτό τον τομέα, προσπαθώντας να πάει πάντα ένα βήμα παραπέρα τους ρόλους που υποδυόταν. Τον βοηθούσαν τα έντονα χαρακτηριστικά του προσώπου του, αλλά και τα μεγάλα άκρα, που κόντρα στην αίσθηση ότι δεν μπορούσε να τα κουμαντάρει, του έδωσαν την ευχέρεια να παίζει με όλο του το σώμα.
Γεννημένος στις 17 Ιανουαρίου του 1942 στην κατεχόμενη Θεσσαλονίκη, φοίτησε στο Αμερικανικό Κολέγιο της πόλης «Ανατόλια», όπου οι καθηγητές του τον παρότρυναν να ασχοληθεί με την υποκριτική, συμμετέχοντας στη θεατρική ομάδα του σχολείου.
Έδωσε εξετάσεις και εισήχθη στο τμήμα Αγγλικής Φιλολογίας, ωστόσο το μικρόβιο είχε ήδη θεριέψει μέσα του. Εγκατέλειψε τη σχολή και κατέβηκε στην Αθήνα για να ασχοληθεί πια επαγγελματικά με την υποκριτική. Μετά από μία αποτυχημένη προσπάθεια να εισαχθεί στο Θέατρο Τέχνης, σπούδασε τελικά στη Δραματική Σχολή του Πέλου Κατσέλη. Έκανε ντεμπούτο στο θέατρο το 1965 και προκάλεσε αμέσως αίσθηση με το ταλέντο του. Απόδειξη, ότι δύο χρόνια αργότερα ο μεγάλος Κάρολος Κουν, ο οποίος τον είχε απορρίψει, τον κάλεσε στο Θέατρο Τέχνης.
Στις αρχές της δεκαετίας του ’70 ο Τσιβιλίκας ξεκινά να ασχολείται με την επιθεώρηση και στα μέσα της με την πρόζα. Το ’70 κάνει και πρεμιέρα στον κινηματογράφο με τον απολύτως χαρακτηριστικό ρόλο στο «Η θεία μου η χίπισσα» του Αλέκου Σακελλάριου.
Θα ακολουθήσουν οι ταινίες «Ο Κατεργάρης» του Γιάννη Δαλιανίδη, όπου υποδύθηκε περίτεχνα έναν βραδύγλωσσο, το «Ζητείται Επειγόντως Γαμπρός», το «Η Ρένα Είναι Οφ-σάιντ», όπου ερμηνεύει ένα μάνατζερ ποδοσφαίρου και ο ρόλος του ως φωτογράφος μόδας στο «Ο Μάγκας με το Τρίκυκλο». Ήταν όμως η εποχή που το εμπορικό σινεμά είχε αρχίσει πια να καταρρέει. Ο Τσιβιλίκας δεν συνέπεσε χρονικά με τη «χρυσή εποχή» του ελληνικού κινηματογράφου και από αυτή την οπτική ήταν άτυχος. Αν είχε γεννηθεί 10-15 χρόνια νωρίτερα, είναι βέβαιο ότι θα είχε αφήσει ανεξίτηλο το στίγμα του και στο πανί.
Έδωσε έτσι τα πάντα στο θέατρο, χωρίς ωστόσο να περιοριστεί σε αυτό. Αντιλαμβανόμενος ότι η τηλεόραση θα πάρει τη θέση του σινεμά, δούλεψε πολύ στα τηλεοπτικά στούντιο, φέρνοντας το θέατρο στο γυαλί, αλλά και σε αρκετά σίριαλ και εκπομπές, όπως το – μπροστά από την εποχή του – «Καλλιτεχνικό Καφενείο», που προβλήθηκε στην ΕΡΤ από το 1986 έως το 1988 και συμπαρουσίαζε μαζί με τον Μίμη Πλέσσα και τον Κώστα Φέρρη. Ο Τσιβιλίκας ήταν ήδη θιασάρχης από τα τέλη της δεκαετίας του ’70 και μετά το 1990 αφιερώθηκε και στη σκηνοθεσία (επίσης μεταφράζοντας και διασκευάζοντας πολλά έργα), γεμίζοντας με ελάχιστες εξαιρέσεις τα θέατρα στα οποία πρωταγωνιστούσε.
«Εμένα θέλω να με βλέπει ο πολύς κόσμος, δεν με ενδιαφέρουν οι λίγοι και μυημένοι, αλλά οι πολλοί. Εγώ θέλω να δώσω γέλιο αντιμετωπίζοντας το κοινό με τίμια μέσα και προσφέροντάς του την αισθητική που ήθελα. Και πέτυχα σ’ αυτό», έλεγε σε συνέντευξη του στην Καθημερινή, το Νοέμβριο του 2008. Ήταν τότε 66 ετών και δεν υπήρχε στον ορίζοντα καμία ένδειξη ότι θα εγκαταλείψει σύντομα το σανίδι. Σε μια άλλη συνέντευξη του, είχε πει ότι αν μπορούσα να το επιλέξω «θα ήθελα να πεθάνω πάνω σε αυτό». Δυστυχώς εισακούστηκε από τη μοίρα, πολύ νωρίτερα απ’ όσο θα περίμενε.
Εργασιομανής και τελειομάνης καθώς ήταν, το Φεβρουάριο του 2012 ανέβαζε το ίδιο έργο («Η ζωή Ποδήλατο») παράλληλα σε δύο θέατρα, παίζοντας σχεδόν σε καθημερινή βάση. Μοναδικό και σχεδόν ασύλληπτο για έναν άνθρωπο 70 ετών. Μετά το τέλος της παράστασης, στις 29 Φεβρουαρίου εκείνου του έτους, παραπονέθηκε για έντονους πόνους στο στήθος και τα ξημερώματα μεταφέρθηκε στο Σισμανόγλειο Νοσοκομείο. Οι νοσηλευτές στο ασθενοφόρο προσπάθησαν να τον επαναφέρουν στη ζωή, έδωσαν μάχη επί 40 λεπτά, αλλά δεν τα κατάφεραν. Εντελώς αναπάντεχα, ο αγαπημένος ηθοποιός άφησε την τελευταία πνοή του από έμφραγμα.
Η είδηση έπεσε σαν κεραυνός εν αιθρία σε οικείους και θαυμαστές. Για πρώτη και τελευταία φορά στην καριέρα του, ο Βασίλης Τσιβιλίκας είχε εμπνευστεί ένα τόσο κακόγουστο αστείο…