Η κυρία Κεραμέως ρωτήθηκε κατά τη διάρκεια της συνέντευξης Τύπου αν θα επανέλθουν τα δώρα στο δημόσιο όπως ισχύει για τον ιδιωτικό τομέα αλλά δεν έδωσε ξεκάθαρη απάντηση καθώς όπως είπε αυτό το θέμα έχει να κάνει με το υπουργείο Οικονομικών.
Θυμίζουμε ότι θέµα επαναφοράς των δώρων Χριστουγέννων και Πάσχα, καθώς και του επιδόµατος θερινής αδείας (13ος και 14ος µισθός) στον δηµόσιο τοµέα είχε θέσει µε επιστολή προς το υπουργείο Οικονοµικών η Ένωση ∆ικαστών και Εισαγγελέων. Στο πλαίσιο αυτό, πραγµατοποιήθηκε συνάντηση του αντιπροέδρου της Ένωσης, Χαράλαµπου Σεβαστίδη, µε τον διευθυντή του γραφείου του υφυπουργού Οικονοµικών για το εν λόγω ζήτηµα.
Η Ένωση θεωρεί ότι ο δικαιολογητικός λόγος της κατάργησης των επιδοµάτων εορτών και αδείας πρέπει να θεωρηθεί ότι έχει εκλείψει µετά την είσοδο της χώρας στη λεγόµενη «µεταµνηµονιακή εποχή». Τονίζεται ότι ο θεσµός των δώρων, που εξακολουθεί να ισχύει στον ιδιωτικό τοµέα, πρέπει να παραµείνει ζωντανός και στον δηµόσιο. Θεωρεί ότι αντικατοπτρίζει υπερεκατονταετείς αγώνες και κατακτήσεις των εργαζοµένων που δόθηκαν σε εξαιρετικά δύσκολες και αντίξοες πολιτικές και οικονοµικές συνθήκες. Καταλήγει δε η επιστολή, τονίζοντας πως «το αίτηµά µας είναι δίκαιο και απαιτείται µια ευρύτερη κοινωνική στήριξή του», ενώ η Ένωση ζήτησε εκ νέου συνάντηση µε τον αρµόδιο υπουργό.
Να σηµειωθεί ότι το ΣτΕ, µε πρόεδρό του τη σηµερινή Πρόεδρο της ∆ηµοκρατίας, Κατερίνα Σακελλαροπούλου, έκρινε το 2019 νόµιµες τις περικοπές του 13ου και 14ου µισθού, µε το σκεπτικό ότι από το νέο ενιαίο µισθολόγιο των δηµοσίων υπαλλήλων που θεσπίστηκε µε τον ν. 4014/2011, µε το οποίο ο βασικός µισθός των δηµοσίων υπαλλήλων κυµαίνεται µεταξύ 780 (ΥΕ µε βαθµό ΣΤ΄) και 1.092 ευρώ (ΠΕ µε βαθµό ΣΤ΄), οι αποδοχές των δηµοσίων υπαλλήλων, ακόµη και µετά την κατάργηση των επίµαχων επιδοµάτων, εξασφάλιζαν αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης, τόσο σε σχέση µε όσους διαβιούσαν στα όρια της φτώχειας όσο και µε όσους απασχολούνταν στον ιδιωτικό τοµέα µε τον κατώτατο βασικό µισθό και ηµεροµίσθιο.
Όπως χαρακτηριστικά αναφερόταν στην τότε απόφαση: «Επιπλέον, η τυχόν ύπαρξη εναλλακτικών λύσεων δεν καθιστά, ενόψει των ευρέων περιθωρίων εκτίµησης που απολαµβάνει ο νοµοθέτης στη χάραξη της οικονοµικής και κοινωνικής πολιτικής και του οριακού ελέγχου στον οποίο υπόκειται κατά τούτο, από µόνη της µη αιτιολογηµένη την επίδικη ρύθµιση, ούτε, άλλωστε, υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο η συγκεκριµένη επιλογή, αν, δηλαδή, ο νοµοθέτης επέλεξε τον καλύτερο τρόπο χειρισµού του προβλήµατος ή αν έπρεπε να είχε ασκήσει διαφορετικά την εξουσία του. Τέλος, το ίδιο µέτρο δεν αντίκειται στα άρθρα 4 παρ. 5 και 25 παρ. 4 του Συντάγµατος, δεδοµένου ότι αφορά όλους τους υπαλλήλους του ∆ηµοσίου και του ευρύτερου δηµόσιου τοµέα, ενώ διαφορετικό είναι το ζήτηµα της χορήγησης των επιδοµάτων εορτών και αδείας στους υπαλλήλους του ιδιωτικού τοµέα, οι οποίοι αποτελούν διαφορετική κατηγορία, σε βάρος της οποίας έχουν επιβληθεί άλλα οικονοµικής φύσεως µέτρα».